Σάββατο 21 Μαρτίου 2009

Η επίδραση της φιλοσοφίας του χώρου του Heidegger στη γλυπτική του Chillida*

του Χρήστου Νεδελκόπουλου


Για τον Heidegger η τέχνη μόνο επιφανειακά αναπαριστά το είναι ως φυσικό, ψυχικό ή πνευματικό. Η ουσιαστική της ισχύς είναι ότι μπορεί να μας αποκαλύψει αυτό που κρύβεται πίσω από το είναι. Έτσι η τέχνη είναι ικανή να μας ανάγει πίσω από αυτό που φαίνεται και νοείται, δηλαδή σ’ αυτό που είναι (ψυχή). Κατ’ αυτήν την έννοια ανάγει όλα τα είδη της τέχνης στην ποίηση, όχι γιατί η ποίηση είναι η μια και η ορθόδοξη τέχνη, αλλά γιατί το λεκτικό-αποκαλυπτικό στοιχείο της ποίησης είναι η τέχνη (η ουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας). Ο Heidegger βρίσκει την ουσία της δημιουργίας και ετυμολογικά στην τέχνη. Η ρίζα τεκ- ανάγεται στο ρήμα τίκτω που σημαίνει «γεννώ». Αυτή η γέννα, ο τοκετός που είναι η ουσία της τέχνης δεν αναφέρεται στην τεχνική ή στον τεχνίτη αλλά σ’ αυτό που γεννιέται πίσω από το φαίνεσθαι της τεχνικής: σ’ αυτό που γεννιέται, αναδύεται, δημιουργείται. Με αυτήν την έννοια σύμφωνα με τον Heidegger, πήρε το όνομα της από τους αρχαίους έλληνες η αρχιτεκτονική.

Για τον Heidegger κάθε τέχνη και όχι μόνο αυτές που φαινομενικά σχετίζονται με το χώρο (γλυπτική, αρχιτεκτονική) αλλά και η θεατρική, η ποιητική, η μουσική, παράγουν χώρο. Εδώ ο χώρος αποκτά οντολογικό νόημα όπως η καλλιτεχνική πραγματικότητα στο σύνολο της. Για τον Heidegger το έργο τέχνης παραχωρεί ευρυχωρία. «Παραχωρώ» σημαίνει «παρέχω την ελευθερία της ανοιχτότητας και εντάσσω αυτό το ελεύθερο στοιχείο μέσα στα συστατικά του». Η ευρυχωρία και η ανοιχτότητα είναι οι κατ’ εξοχήν ιδιότητες του κόσμου, νοούμενου οντολογικά. Αυτή η αντίληψη του Heidegger έρχεται σε αντίθεση με τη φυσικο-μαθηματική επιστήμη και την τεχνολογία. Ο τρισδιάστατος χώρος δεν επιτρέπει την ανθρώπινη διαμονή καθώς εξορίζει το ον από το χώρο.

Η τεχνολογία κατά τον Heidegger έχει ως στόχο την κυριαρχία και την κατάκτηση του χώρου, κάτι που συντάσσεται με την αντίληψη ότι η γλυπτική είναι μια αναμέτρηση με το χώρο. Ο Heidegger θα υιοθετήσει την αντίληψη ότι υπάρχουν κ άλλοι χώροι δομημένοι διαφορετικά, δηλαδή ο καλλιτεχνικός χώρος και ο χώρος της καθημερινής συναναστροφής και δράσης. Η διαφορά με τον καλλιτεχνικό χώρο είναι ότι αυτός δεν κατακτάται από το δημιούργημα αλλά ότι το διακατέχει.

Χρησιμοποιώντας ο Heidegger τη λέξη raum (χώρος) και το ρήμα raum-en, αναφέρεται στην υποδήλωση του τόπου πίσω από το χώρο. Το ρήμα räumen σημαίνει απελευθέρωση τόπων. «Η παραχώρηση (einräumen) εξασφαλίζει στα πράγματα τη δυνατότητα να ανήκουν κάθε φορά σε μια θέση και βάση τούτης να ανήκουν το ένα στο άλλο». Αυτή όμως η θέση δεν έχει χαρακτηριστικά χώρου αλλά χρόνου γιατί ο Heidegger αναφέεται στη θέση ως κίνηση (das wohin = προς κάπου) και όχι ως θέση με την παγιωμένη έννοια του χώρου (das wo = το κάπου).

Ο τόπος και η περιοχή δεν παρουσιάζονται ως χωρικο-ποιημένοι όροι καθώς ο τόπος ξανοίγει μια περιοχή. Η περιοχή είναι μια ελεύθερη ευρύτητα, η ευρύτητα είναι μια ανοιχτότητα. «Η ανοιχτότητα αφήνει κάθε πράγμα να αναδύεται μέσα στην ενδόμυχη ηρεμία του… διαφυλάσσει τη συνάθροιση των πραγμάτων μέσα στην αλληλοσυνύφανση τους». Τα όντα αναδύονται μέσα στην ενδόμυχη ηρεμία τους που είναι η ανοιχτότητα του κόσμου.

Ο Ισπανός γλύπτης Eduardo Chillida έχει επηρεαστεί από την αρχαική ελληνική γλυπτική και τη ζωγραφική του Matisse. Στη γλυπτική του ο Pieter Jähnig παρατήρησε ότι «φανερώνεται η διάνοιξη του χώρου που παριστάνεται ως κενό».

O Heidegger δεν επιχειρεί να συλλάβει τον χώρο ή τον χρόνο οντολογικά αλλά τον κόσμο. Είμαστε ως άνθρωποι κοσμικοί. Αυτό δε σημαίνει ότι το είναι μας είναι). Συγκροτούμε ένα σύνολο σημασιών (ευρυχωρία) ως προς τον κόσμο μας. Οι ιδιότητες του κόσμου γίνονται η ευρυχωρία και η ανοιχτότητα: «Κατά το μέτρο που ένα έργο τέχνης είναι έργο τέχνης, παραχωρεί αυτήν την ευρυχωρία. Το «παραχωρώ» σημαίνει εδώ δύο τινά: παρέχω την ελευθερία της ανοιχτότητας και εντάσσω αυτό το ελεύθερο στοιχείο μέσα στα συστατικά του». Η τέχνη για τον Heidegger παράγει χώρο μέσα στον κόσμο.



*Βλ. Martin Heidegger, Η τέχνη και ο χώρος, , εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Γιάννης Τζαβάρας, εκδόσεις Ίνδικτος, 2006.

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2009

Ο μύθος της αυτονομίας της τέχνης*

Αν εξαιρέσουμε τις καθαρά «ενδογενείς» συζητήσεις, που έχουν να κάνουν με τη μορφή και το περιεχόμενο των έργων τέχνης, οι οποίες κι αυτές ωστόσο, όσο κι αν επιμένουν για το αντίθετο οι εισηγητές τους, καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από την αποδοχή ή όχι ενός συγκεκριμένου πλαισίου παραγωγής και διακίνησης της τέχνης, οι θέσεις που προβάλλονται ως οι μόνες «ρεαλιστικές» και «έγκυρες» (άρα «νόμιμες») είναι εκείνες που ισχυρίζονται ότι όχι μόνο λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους την σύγχρονη οικονομικοκοινωνική πραγματικότητα αλλά υπονοούν επίσης (όταν δεν το εκφράζουν ρητά) ότι η υιοθέτηση των απόψεών τους θα μας βγάλει από το αδιέξοδο της «αντιπαραγωγικής» απομόνωσης, δημιουργώντας τις συνθήκες για μια ουσιαστική συμμετοχή μας στο διεθνές καλλιτεχνικό γίγνεσθαι. Τέτοιες θέσεις προτάσσουν διαχειριστικά κυρίως αιτήματα, διατυπωμένα σε μια γλώσσα που ανήκει περισσότερο στο χώρο του πολιτιστικού μάνατζμεντ παρά σε αυτόν της ερμηνείας, της κριτικής και του αναστοχασμού. Παράλληλα, στην προσπάθειά τους να φανούν απόλυτα «σύγχρονοι», οι εκφραστές ανάλογων θέσεων σπεύδουν να υπερθεματίσουν σε κάθε συζήτηση περί «απελευθερωτικής δυνατότητας της τέχνης» και να εξάρουν το «ελεύθερο και κριτικό πνεύμα» της, για να μας υπενθυμίσουν με κάθε τρόπο τέλος το καθήκον της τέχνης να «μας κάνει να νιώθουμε άβολα». Από τη μία εισάγουν τον εργαλειακό ορθολογισμό της διαχείρισης και από την άλλη επικαλούνται την «ελευθερία» της τέχνης να εκφράζει την άρνηση και την ουτοπία. Με τα δάνεια επιχειρήματα και τη διπλή γλώσσα που χρησιμοποιούν, άθελά τους αποκαλύπτουν με τον καλύτερο τρόπο τη σημερινή χρεοκοπία της ιδεολογίας της αυτονομίας της τέχνης και την εγγενή αντινομία του συστήματος της τέχνης που προσπορίζεται κοινωνικό κύρος πουλώντας αυτόν ακριβώς τον μύθο. Είναι φανερό ότι σήμερα η τέχνη διατηρεί το όποιο κύρος της επικαλούμενη την ψευδεπίγραφη αυτονομία της από το οικονομικό και το πολιτικό (τα πεδία της ανάγκης και του καταναγκασμού) και διαφοροποιούμενη (ως ιδεατή περιοχή του «υψηλού») από την κουλτούρα της μάζας (ως κοινός τόπος), ακόμη κι όταν ορισμένες φορές υιοθετεί τη μορφή και τα μέσα της. Ο όρος «τέχνη» φορτίζεται με ρητορικές περί καθολικών αναλλοίωτων αξιών (που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η συγκάλυψη ενός κανονιστικού πλαισίου υποταγής), και σηματοδοτείται πλέον ως το συμβολικό εκείνο σύστημα που διαλέγεται με αυτές τις «υψηλές» αξίες και τις διακινεί στο κοινωνικό επίπεδο.


Η ενασχόληση με την τέχνη σηματοδοτείται με θετικό πρόσημο, είναι μια «ευγενής» ενασχόληση, κατάλληλη για «εξευγενισμένους» ανθρώπους – και ως επί το πλείστον εύπορους, θα συμπληρώναμε. Η επένδυση σε αυτήν ακριβώς την «ιδεαλιστική» οπτική της τέχνης είναι που ενδιαφέρει τις εταιρείες, που βλέπουν την μυθοποιητική ισχύ της τέχνης και την κοινωνική σημασία της ως πρόσφορο μέσο δημοσίων σχέσεων, διαφήμισης και image making – ένα ακόμη πολεμοφόδιο στο οπλοστάσιο του μάρκετινγκ, που ξετρελαίνεται πάντα για «προχωρημένα» concept και «επαναστατικές» ιδέες. Η ιδεολογική κατασκευή για μια δήθεν «αυτόνομη» τέχνη γίνεται εντέλει η κερκόπορτα απ’ όπου εισβάλει ασυγκράτητη και ορμητική η δημιουργικότητα και η αφομοιωτική ικανότητα της σύγχρονης αγοράς για να καταλάβει εν ριπή οφθαλμού, χωρίς καμιά μορφή αντίστασης να ανακόπτει την προέλασή της, ολόκληρο το χώρο προς δικό της φυσικά όφελος.


Όταν οι «διαχειριστές» παίρνουν το πάνω χέρι, γιατί είναι κινητικοί και μπορούν να εξασφαλίσουν οικονομικούς πόρους και υποστήριξη ως σύμμαχοι του οικονομικού κατεστημένου, ενώ διατείνονται ότι στόχος τους είναι να διασφαλίσουν την «ελευθερία» και την «ανάπτυξη» της τέχνης –μια απόπειρα να ερμηνευθεί το σύμπτωμα της βαθιάς κρίσης νοήματος που μαστίζει την ίδια τη σύγχρονη τέχνη ως σημάδι υγείας–, οι πρακτικές τους αναδεικνύουν ξεκάθαρα τα πραγματικά χαρακτηριστικά του επαγγέλματός τους: κομφορμισμός, κυνισμός, σχετικισμός και μια ιδιαίτερη (αν και συγκαλλυμένη) προτίμηση στον νεοφιλελευθερισμό. Είναι σε θέση ισχύος, και κατορθώνουν σταδιακά να επιβάλουν (ελλείψει οιασδήποτε αντίδρασης) την «επαγγελματική ηθική» τους σε ολόκληρο σχεδόν το φάσμα της καλλιτεχνικής παραγωγής, της διακίνησης, της προβολής και του λόγου περί τέχνης.


Υπ’ αυτή την έννοια μια πιθανώς χρήσιμη συζήτηση που θα επικεντρωνόταν στους όρους και τις συνθήκες που διαμορφώνουν τις σχέσεις ιεραρχίας και εξουσίας μέσα στο σύστημα της σύγχρονης τέχνης, καθώς και στις καταστατικές αξιωματικές προϋποθέσεις που νομιμοποιούν την ηγεμονία του, αλλά και την πραγματική του λειτουργία μέσα στις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες του ύστερου καπιταλισμού και τη σημασία της σταδιακής του ενσωμάτωσης στο ολοκληρωτικό σύστημα της «ορθολογικής διαχείρισης» της αγοράς μοιάζει να είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί.



*Το παρόν κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση απο το link http://futura-blog.blogspot.com/2007/03/blog-post.html


Η τέχνη δεν αναπαριστά αυτό που βλέπουμε. Μάλλον μας κάνει να το δούμε. (P. Klee)

Η τέχνη δεν αναπαριστά αυτό που βλέπουμε. Μάλλον μας κάνει να το δούμε. (P. Klee)