Κυριακή 2 Αυγούστου 2009

Η τέχνη και η μαζική κουλτούρα στη σκέψη του Χέρμπερτ Μαρκούζε

-->των Θοδωρή Τζίμα, Κωστή Τασολάμπρου
Από τα σημαντικότερα θέματα που ασχολήθηκε η Σχολή της Φρανκφούρτης είναι η τέχνη και η κουλτούρα και ο τρόπος που χρησιμοποιήθηκαν στα πλαίσια της κοινωνίας[1]. Η τέχνη εκλαμβάνεται ως μέρος του σύγχρονου πολιτισμού και μάλιστα στον 20ο αιώνα είχε ευρεία ανταπόκριση σε κάθε κοινωνικό συντελεστή.
Η ιδιαιτερότητα της Σχολής της Φρανκφούρτης πάνω στο ζήτημα τέχνης και κουλτούρας είναι ο ποιοτικός διαχωρισμός που έκανε. Διαχώρισε, δηλαδή, τη κουλτούρα σε «υψηλή» και «χαμηλή», σε «θετική» και «αρνητική». Όταν πρωτοδιατυπώθηκε αυτή η άποψη προκάλεσε με τη ριζοσπαστικότητά της. Ωστόσο, σήμερα γίνεται αντιληπτό αυτό που κατέγραψε η Σχολή. Ο Αντόρνο έκανε λόγο για «βιομηχανία της κουλτούρας» εννοώντας μια μαζική κουλτούρα που χειραγωγείται μέσω μηχανισμών που ελέγχει η πολιτιστική βιομηχανία[2]. Επομένως, η τέχνη (όπως εκλαμβάνεται ως μέρος του γενικότερου όρου «κουλτούρα») πρέπει να υφίσταται μια κριτική θεώρηση. Κυρίως ο Αντόρνο επιδόθηκε σε μια ελιτίστικη άρνηση της μαζικής κουλτούρας. Αξίζει, όμως, να σημειωθεί ότι η Σχολή της Φρανκφούρτης δεν έθεσε σαφείς όρους και κριτήρια διαχωρισμού ποιοτικής και μη τέχνης. Αυτό που κατέγραψε ήταν η χειραγώγηση και η αλλοτρίωση του ατόμου είτε μέσω της υψηλής είτε μέσω της ευτελούς τέχνης[3]. Οι μηχανισμοί χειραγώγησης παρουσιάζουν μια αυταρχικότητα που καταλήγει σε ολοκληρωτισμό. Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο καθυποτάσσουν τον άνθρωπο κατά το δοκούν. Πάνω σε αυτό ενδιαφέρον παρουσιάζει η φράση του Τσόμσκι ότι «ο ρόλος των διανοουμένων συνίσταται στο να κάνουν ότι πρέπει ώστε οι άνθρωποι να παραμένουν παθητικοί, υπάκουοι, αστοιχείωτοι και προγραμματισμένοι»[4]. Αντίστοιχα, η Σχολή της Φρανκφούρτης υπό το πρίσμα της κριτικής θεωρίας τοποθετείται απέναντι στην επιτηδευμένη επίδειξη τεχνικής αρτιότητας[5] (ενδεχομένως, ο Μπένζαμιν να διαφωνεί εδώ). Ωστόσο, η Σχολή της Φρανκφούρτης κατηγορήθηκε αρκετά για ελιτισμό στα όρια της «αριστοκρατικής αλαζονείας», χωρίς αυτό να υποβαθμίζει το μεγάλο έργο του και την σημαντική καταγραφή του.
Παρόλα αυτά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη Σχολή της Φρανκφούρτης παρουσιάζει η ιδεαλιστικής καταγωγής έννοια περί του τέλους της τέχνης[6]. Η έννοια αυτή αναφέρεται στη τέχνη ως εμπορικό προϊόν, ως μέσο χειραγώγησης και συνεπώς, στην αλλοτριωμένη τέχνη. Ακόμα, σχετίζεται με τις εσωτερικές αντινομίες της τέχνης, όπως την αλήθεια και την αναλήθεια που αυτή μπορεί να δηλώνει. Ο Αντόρνο στο έργο του «Αισθητική Θεωρία» υπερασπίζεται την αναγκαιότητα για συνέχιση της τέχνης, αν και αντιλαμβάνεται την απειλή του τέλους μέσα από την ευτέλεια στην οποία έχει περιέλθει. Πάνω στο ενδεχόμενο τέλος της τέχνης τοποθετείται και ο Μαρκούζε αναφέροντας ότι «το τέλος της τέχνης μπορεί να γίνει θεωρητικά νοητό μόνο αν οι άνθρωποι δεν είναι πια ικανοί να διακρίνουν την αλήθεια από το ψέμα, το καλό από το κακό, το ωραίο από το άσχημο, το τωρινό από το μελλοντικό»[7]. Επιπλέον, αναγνωρίζει τη πιθανότητα τέλους της τέχνης ως «μια πραγματικά ιστορική δυνατότητα».
ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ο Μαρκούζε δεν ασχολήθηκε συστηματικά με την Αισθητική, αλλά ο στοχασμός του για τη φύση και τη θέση της τέχνης, καθώς και για το περιεχόμενο και τη λειτουργία της είναι εμφανής σε όλο το έργο του. Οι θέσεις του Μαρκούζε για την τέχνη –συχνά αντιφατικές μεταξύ τους[8]– δεν αποτελούν ένα ξεχωριστό κομμάτι του έργου του, αλλά εντάσσονται στη προβληματική του για τον μετασχηματισμό, την υπέρβαση της βιομηχανικής κοινωνίας που έχει ως κύρια χαρακτηριστικά της τη καταπίεση των ενστίκτων και των ενορμήσεων, την τεχνοκρατία, καθώς και τη δυνατότητα ενσωμάτωσης των «παραδοσιακών» μορφών αμφισβήτησης. Πυρήνα της διαλεκτικής του αποτελεί η σχέση τέχνης-πολιτικής που ανάγεται στο πρόβλημα σύνδεσης τέχνης και πραγματικότητας.
Παρατηρεί την ενσωμάτωση της κουλτούρας[9] στη πραγματικότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας και τον εκμηδενισμό του ανταγωνισμού ανάμεσα σε πνευματική και κοινωνική πραγματικότητα με την απουσία διαφορετικών, ξένων προς την καπιταλιστική πραγματικότητα, στοιχείων τα οποία καθιστούν την κουλτούρα ως μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας. Η θέση-διαπίστωση του Μαρκούζε είναι πως η ανώτερη κουλτούρα γίνεται μέρος της μαζικής κουλτούρας.
Η κριτική ανάλυση της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας απαιτεί νέες ηθικές, πολιτικές και αισθητικές κατηγορίες. Ο απάνθρωπος χαρακτήρας αυτής της κοινωνίας φανερώνεται στο ότι «παράγει και εκθέτει άσεμνα μια αποπνικτική αφθονία από εμπορεύματα, ενώ στερεί τα θύματά της από ανάγκες ζωτικές»[10]. Η καταναλωτική οικονομία της καπιταλιστικής κοινωνίας δημιούργησε έναν διαφορετικό άνθρωπο, όπου η ανάγκη για κατανάλωση έχει μετατραπεί σε βιολογική ζωτική ανάγκη και δημιούργησε νέες συντηρητικές ανάγκες[11]. Η συνεχής πρόοδος της βιομηχανικής κοινωνίας μειώνει τον χώρο ελευθερίας του ανθρώπου, αλλά και καταστέλλει την ανάγκη του για την ύπαρξη ενός τέτοιου περιβάλλοντος.
Η επιστήμη και η τεχνολογία μπορούν να συμβάλλουν στην απελευθέρωση μόνο αν ανασυσταθούν σε μια νέα αισθαντικότητα. Η νέα αυτή αισθαντικότητα θα στοχεύει στη κοινωνική αναδιάρθρωση, να γίνει κοινωνική παραγωγική δύναμη.
ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ

Μια από τις βασικές διαφορές του Μαρκούζε με τον ορθόδοξο Μαρξισμό έγκειται στο γεγονός ότι ο ποιοτικός μετασχηματισμός της κοινωνίας δεν στηρίζεται σε ένα ορθολογικό σχέδιο οικονομικοτεχνολογικού χαρακτήρα αλλά στην ενεργοποίηση συγκεκριμένων δυνατοτήτων που υπάρχουν στο εσωτερικό της κοινωνίας. Στο σημείο αυτό τοποθετείται ο στοχασμός του φιλοσόφου για την Αισθητική η οποία εντάσσεται στην προβληματική του για την υπέρβαση της ανεπτυγμένης βιομηχανικής κοινωνίας.
Ο Μαρκούζε πραγματεύεται την έννοια της κουλτούρας που είναι γενικότερη από εκείνη της τέχνης. Αναγνωρίζει στη κουλτούρα τη δυνατότητα πραγμάτωσης μια συμφιλίωσης με την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και την αυτονομία της αφού υπερβαίνει τα όρια της κοινωνίας βρισκόμενη στη σφαίρα του υπερβατικού. Η «αλήθεια» αυτής της υπέρβασης εντοπίζεται στην ιδέα της ύπαρξης ανωτέρων αγαθών έναντι των υλικών, τα οποία βρίσκονται και παρουσιάζονται στην κουλτούρα, κάνοντας λόγο για «καταφατικό χαρακτήρα της κουλτούρας»[12].
Η αστική θεωρία περί αισθητικής καταλήγει στην αισθητική αυτονομία του έργου το οποίο υπακούει μόνο στους δικούς του νόμους. Η κριτική του Μαρκούζε σε αυτή τη θέση βασίζεται στο ότι το έργο «βρίσκεται» σε αλληλοσυνάρτηση με την κοινωνία. Η συμφιλίωση με τις κοινωνικές αντιφάσεις του έργου, το αποκόβει από την κοινωνία και τότε κάνουμε λόγο για καταφατικό χαρακτήρα της κουλτούρας σε σχέση με την κοινωνία.
Η έννοια «μαζική κουλτούρα» αποτελεί τον αντίποδα της έννοιας της κουλτούρας μια αντίθεση την οποία ο Μαρκούζε προσπαθεί να την αποσαφηνίσει εννοιολογικά και σημασιολογικά. Διακρίνει την «κουλτούρα» από τον «υλικό πολιτισμό» όπου τα χαρακτηριστικά αυτών των δυο εννοιών δημιουργούν αντιθετικά ζεύγη καταδεικνύοντας τις ποιοτικές διαφορές τους:
Πολιτισμός
υλική εργασία
εργάσιμη ημέρα
εργασία
βασίλειο της αναγκαιότητας
φύση
οπερασιοναλιστική σκέψη
Κουλτούρα
πνευματική εργασία

αργία
σχόλη βασίλειο της ελευθερίας
πνεύμα

μη οπερασιοναλιστική σκέψη


Η διάκριση αυτή «είναι μια ιστορικά επιβεβλημένη από την αστική κοινωνία διάκριση»[13].
ΜΑΖΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ

Στο εσωτερικό της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας, η υποδούλωση του ανθρώπου είναι πολύπλευρη. Μέσα από τον χαρακτήρα και τη δομή που έχουν πάρει οι σύγχρονες κοινωνίες το άτομο καθίσταται αλλοτριωμένο. Σημαντικό ρόλο στον καθορισμό των κοινωνικών δομών έχει αφενός η παραγωγική διαδικασία και αφετέρου η τεχνολογική οργάνωση της κοινωνίας.
Η ιδιώτευση και ο ατομικισμός που κυριαρχούν στο εσωτερικό της σύγχρονης κοινωνίας έχουν σαν αποτέλεσμα την «υποδούλωση» του ατόμου σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και την αυθαίρετη πορεία της τεχνολογίας και της επιστήμης, που σταδιακά καθήλωσε τον άνθρωπο στις επιταγές της.
Το δομικό στοιχείο μιας κοινωνίας, ο άνθρωπος, μετατράπηκε σε «πολίτη» ταγμένο να υπηρετεί τις προσταγές της κυρίαρχης τάξης, αποξενωμένος από τον εαυτό του και εν συνεχεία από το κοινωνικό γίγνεσθαι, εσωτερικεύοντας τους δοσμένους κανόνες και τις δοσμένες ανάγκες που παράγει η σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία και χάνοντας τη φαντασία της δημιουργικότητας και τη δημιουργικότητα της φαντασίας.
Ο αλλοτριωμένος χαρακτήρας της εργασίας στο εσωτερικό της βιομηχανοποιημένης κοινωνίας παρουσιάζεται ως ορθολογιστικό χαρακτηριστικό της παραγωγής. Ο συνεχής καταμερισμός της εργασίας και των καθηκόντων παραγωγής βαδίζει παράλληλα με την τάση για πλήρη υποδούλωση του εργαζομένου στο σχέδιο παραγωγής που επιβάλλει η διεύθυνση παραγωγής ενσωματώνοντας τον άνθρωπο στη λογική ενός τέλειου μηχανικού συστήματος.
Ο καταναλωτισμός, μηχανισμός συντήρησης του καπιταλιστικού συστήματος, ως θεσμός εσωτερικεύθηκε με τον άνθρωπο να πουλά την εργατική του δύναμη για να έχει τη δυνατότητα να κερδίσει και να αγοράσει περισσότερα αγαθά για την ικανοποίηση των δοσμένων από την κοινωνία αναγκών του. Η ανορθολογικότητα του συστήματος, πυρήνας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου συμβίωσης, αποδεχόμενη από την κοινωνία ως η μόνη ορθολογική, κατόρθωσε τη διάλυση του κοινωνικού ιστού (π.χ. την εξάλειψη αλληλεγγύης και την απέχθεια για το διαφορετικό) και την επιβολή της λογικής της αγοράς εγκαθιδρύοντας το ατομικιστικό δόγμα και τον κομφορμισμό.
Η διατήρηση της εξουσίας προϋποθέτει τη μετάλλαξη της κοινωνίας σε μονοδιάστατη. Μονοδιάστατη κοινωνία αποτελούμενη από μονοδιάστατους ανθρώπους με μονοδιάστατη σκέψη, στο εσωτερικό της οποίας «η ορθολογικότητα να είναι ακόμα βυθισμένη στο ανορθολογικό»[14] . Είναι η εποχή στην οποία οι λέξεις και οι έννοιες έχουν διαφοροποιηθεί ως προς το περιεχόμενο και τη σημασία τους. Είναι η εποχή όπου η καταπίεση σημαίνει ελευθερία, η κατανάλωση δύναμη, ο έλεγχος ασφάλεια, ο φόβος σύνεση, η απάτη πολιτική, η υστερία χαρά. Κι είναι τόσο κοινά αποδεκτές οι έννοιες που έχουν ως αποτέλεσμα την εξάλειψη κάθε κοινωνικής αντιπολίτευσης και την απόρριψη κάθε μορφής αντίστασης. «Ο άνθρωπος σήμερα είναι ίσως περισσότερο ανίκανος από ποτέ να επιδράσει πάνω στον ίδιο του τον μηχανισμό»[15]. Όπως παρατήρησε ο Μπένζαμιν, είναι η εποχή που η αποχαύνωση της ανθρωπότητας βρίσκεται σε τέτοιο βαθμό που θα βιώσει την ίδια της την καταστροφή ως μια ύψιστη αισθητική απόλαυση.
Για τη διατήρησή της η εξουσία δημιούργησε μηχανισμούς χειραγώγησης. Ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της σχολής ανήκει στους Αντόρνο-Χορκχάιμερ το οποίο εκδόθηκε το 1944 με τίτλο «Η διαλεκτική του διαφωτισμού» ένα κείμενο του οποίου η επιρροή είναι έκδηλη στα επόμενα κείμενα των μελών τους. Στο κείμενο αυτό ο Aντόρνο κάνει λόγο για «βιομηχανία της κουλτούρας» εννοώντας μια μαζική κουλτούρα που χειραγωγείται μέσω μηχανισμών που ελέγχει η πολιτιστική βιομηχανία. Επομένως η τέχνη (η οποία αποτελεί μέρος της κουλτούρας) πρέπει να υφίσταται μια κριτική θεώρηση. Μια από τις θέσεις των μελών και του Marcuse ήταν η χειραγώγηση και η αλλοτρίωση του ατόμου είτε μέσω της υψηλής είτε μέσω της ευτελούς τέχνης[16].
Οι μηχανισμοί χειραγώγησης παρουσιάζουν μια αυταρχικότητα που καταλήγει σε ολοκληρωτισμό. Με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο καθυποτάσσουν τον άνθρωπο κατά το δοκούν. Η μαζική κουλτούρα δεν είναι δημιουργία της μάζας, αλλά ένας μηχανισμός χειραγώγησης, προϊόν βιομηχανικό, προορισμένο για τις μάζες. Προϊόν της βιομηχανίας της κουλτούρας.
Στα πλαίσια της μονοδιάστατης σκέψης και ζωής το «κενό» στην καθημερινότητα του ατόμου (ο προσωπικός του χρόνος) καλύπτεται από τις εκφάνσεις τις μαζικής κουλτούρας, μέσα στην αποπνικτική κοινωνία της αφθονίας: τηλεόραση, ραδιόφωνο, κινηματογράφος κ.α.. Μια μαζική κουλτούρα που μεταφέρει ιδέες και πεποιθήσεις με τη μορφή ενός προϊόντος, ενός εμπορεύματος που αισθητικοποιεί την ανορθολογικότητα του τεχνολογικού ορθολογισμού. Η μαζική κουλτούρα ταυτίζεται με την ανορθολογικότητα του ατόμου και ενισχύει την άλογη τυποποιημένη χωρίς φαντασία σκέψη του. Προσφέρει «φυγή από την πραγματικότητα και προετοιμασία για μια ακόμη εργάσιμη μέρα… όντας ο πιστός συνοδοιπόρος της καπιταλιστικής βιομηχανίας παραγωγής»[17].



[1] Αυτός που ασχολήθηκε περισσότερο με το συγκεκριμένο θέμα ήταν ο Αντόρνο με έργα όπως η «Αισθητική Θεωρία», «Σύνοψη της πολιτιστικής βιομηχανίας», «Minima Moralia» κ.α.
[2] Βλ. «Τέχνη και Μαζική Κουλτούρα», εκδ. Ύψιλον.
[3] Οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ διατυπώνουν: «Εμφαντικές διαφοροποιήσεις, όπως μεταξύ ταινιών Α και Β κατηγορίας […], χρησιμεύουν στη ταξινόμηση, στην οργάνωση και την καταγραφή των καταναλωτών. Για όλους έχει προβλεφθεί κάτι, ώστε να μη μπορεί να ξεφύγει κανείς».
[4] Ν.Τσόμσκι, Δύο Ώρες Διαύγειας, σελ. 23.
[5] Χαρακτηριστικά, οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ σημειώνουν: «Τα ταλέντα ανήκουν στο κύκλωμα πολύ πριν αυτό τα παρουσιάσει: αλλιώς δεν θα εντάσσονταν με τόσο ζήλο».
[6] Το τέλος της τέχνης δεν είναι όρος που εισήχθη από τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Έχει ήδη αναφερθεί από τον Χέγκελ, τον Σίλερ κ.α.
[7] Χ. Μαρκούζε, Αντεπανάσταση και Εξέγερση, σελ. 112.
[8] «Σε έργα όπως το «Έρως και Πολιτισμός» ή «Ο σοβιετικός μαρξισμός», ο Μαρκούζε εναποθέτει εξαιρετικά μεγάλες ελπίδες στην ανατρεπτικότητα της υψηλής κουλτούρας και της μεγάλης τέχνης. Όταν οι ελπίδες αυτές δεν εκπληρώθηκαν, οδηγήθηκε στη πολιτική απαισιοδοξία του έργου «Ο μονοδιάστατος άνθρωπος». Κατόπιν, με το ξέσπασμα των πολυσχιδών καλλιτεχνικών εξεγέρσεων τη δεκαετία του 1960, ο Μαρκούζε υμνεί πάλι το επαναστατικό δυναμικό της εναντιωτικής τέχνης («Δοκίμιο για την απελευθέρωση»). Απογοητευμένος έπειτα, στρέφει τη κριτική του στην «αντι-τέχνη» και ξαναγυρίζει στην υπεράσπιση της υψηλής κουλτούρας («Αντεπανάσταση και εξέγερση», «Αισθητική διάσταση»)» σημειώνει ο Ντάγκλας Κέλνερ στο επίμετρό του «Η αισθητική διάσταση, Για μια κριτική της μαρξιστικής αισθητικής», σελ. 79.
[9] Ο Μαρκούζε επιλέγει να πραγματεύεται την έννοια της κουλτούρας, που είναι γενικότερη από εκείνη της τέχνης. Αναγνωρίζει στη κουλτούρα τη δυνατότητα πραγμάτωσης μιας συμφιλίωσης με τη κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και την αυτονομία της, αφού υπερβαίνει τα όρια της κοινωνίας βρισκόμενη στη σφαίρα του υπερβατικού.
[10] Χ. Μαρκούζε, Δοκίμιο για της απελευθέρωση, σελ. 20.
[11] «Η αντεπανάσταση έχει αγκυροβολήσει μέσα στην ενστικτική δομή των ανθρώπων» (Χ. Μαρκούζε, Δοκίμιο για την απελευθέρωση, σελ. 25).
[12] Η πραγμάτωση της υπέρβασης τελείται στον ιδιωτικό χώρο του αισθητικού και την απολαμβάνουν αυτοί οι οποίοι θέλουν να αποφύγουν την υπάρχουσα πραγματικότητα. «Η ανυπότακτη ιδέα γίνεται ένας συνεργάτης της δικαιολόγησης. Το γεγονός ότι υπάρχει ένας ανώτερος κόσμος, ένα ανώτερο αγαθό από την υλική ύπαρξη κρύβει την αλήθεια, ότι θα μπορούσε δηλαδή να δημιουργηθεί μια καλύτερη υλική ύπαρξη στην οποία θα πραγματωνόταν αυτή η ευτυχία» (Χ. Μαρκούζε, Αρνήσεις, σελ. 92). «Πρόκειται για εκείνη τη κουλτούρα της αστικής εποχής που οδηγεί στην απόσπαση του κόσμου του πνεύματος και της ψυχής από τον πολιτισμό και στην ανύψωσή του πάνω από αυτόν. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της έγκειται στη διακήρυξη για την ύπαρξη ενός καθολικά δεσμευτικού, αιώνια καλύτερου και πιο αξιόλογου κόσμου, που πρέπει να γίνει δεκτός χωρίς όρους: ενός κόσμου που διαφέρει ουσιαστικά από τον πραγματικό κόσμο του καθημερινού αγώνα για την ύπαρξη» (Χ. Μαρκούζε, Αρνήσεις, σελ. 66).
[13] Συλλογικό, Τέχνη και μαζική κουλτούρα, σελ 30, 12, 38 Η ενσωμάτωση της κουλτούρας στην πραγματικότητα του πολιτισμού οδήγησε και στην εξομοίωση τους. Ο Μαρκούζε όταν αναφέρει την έννοια της κουλτούρας (Kultur) κάνει λόγο για την υψηλότερη πνευματική σφαίρα του ανθρώπου ενώ με τη λέξη πολιτισμός (zivilisation) αναφέρεται στη σφαίρα της κοινωνικής πραγματικότητας της προηγμένης βιομηχανικής κοινωνίας. Η διάκριση αυτή είναι σημαντική καθώς κατα-ε-νοείται στο ευρύτερο πλαίσιο της σκέψης του για την κοινωνία του «είναι» με την κοινωνία του «πως θα έπρεπε να είναι». Για την μελλοντική κοινωνία της απελευθέρωσης.
[14]Χ. Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, σ.237
[15]Χ. Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, σ.235
[16]Οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ διατυπώνουν (όπως και παραπάνω): «Οι βαθμολογημένες διαφοροποιήσεις όπως αυτή των Α-Β κινηματογραφικών ταινιών εξαρτώνται […] από την ταξινόμηση, την οργάνωση και τον χαρακτηρισμό των καταναλωτών», Αντόρνο, Χορκχάιμερ Διαλεκτική του Διαφωτισμού, σελ. 144
[17] Συλλογικό, Τέχνη και μαζική κουλτούρα, σελ 23

Η τέχνη δεν αναπαριστά αυτό που βλέπουμε. Μάλλον μας κάνει να το δούμε. (P. Klee)

Η τέχνη δεν αναπαριστά αυτό που βλέπουμε. Μάλλον μας κάνει να το δούμε. (P. Klee)