Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Θέλεις Παπαδόπουλο, μαλάκα;*

Πηγή: eagainst

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
 
     Εν έτει 2012, διαπιστώνεται για µια ακόµη φορά πως, δυστυχώς, οι νόµοι της φυσικής δεν ισχύουν για τον Μαλάκα. Κι έτσι, µόλις 38 έτη µετά την πτώση της τελευταίας εν Ελλάδι δικτατορίας, διαβάζουμε σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων για «το πραξικόπημα που δεν έγινε» (εφημερίδα Το Βήμα), ή για την ανάγκη «να βγει ο στρατός στο δρόμο»(εφημερίδα Πρώτο Θέμα), πράγμα που ούτε λίγο ούτε πολύ έχει γίνει, καθώς στις τελευταίες στρατιωτικές παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου φήμες κάνουν λόγο για την χρήση του στρατού σε περίπτωση που η αστυνομία δεν καταφέρει να καταστείλει διαδηλώσεις, αλλά και κατά τη διάρκεια της επίσκεψης της Γερμανίας Καγκελαρίου, Α.Μέρκελ, σε διάφορες φωτογραφίες που αναπαράγονται εντός των ιστοτόπων κοινωνικής δικτύωσης, στρατιωτικοί με αυτόματα εμφανίζονται να αντικαθιστούν τον ρόλο της αστυνομίας. Ακούμε συχνά για τα «παραμύθια του Πολυτεχνείου» (δήλωση του βουλευτή Άδωνι Γεωργιάδη) που µάλιστα στη σηµερινή συγκυρία βρίσκουν υποστηρικτές σε ένα διευρυνόμενο (ευτυχώς μειοψηφικό) μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Το κλισέ «ένας Παπαδόπουλος µας χρειάζεται» είχαµε συνηθίσει να το ακούµε από γραφικούς παππούδες που νοσταλγούσαν τις µέρες που ήταν είτε ρουφιάνοι, είτε βασανιστές, είτε ευνοούµενοι µε διάφορους τρόπους (όπως θα δούµε παρακάτω) από το στρατιωτικό καθεστώς. Κανείς δεν έδινε σηµασία, είτε διότι οι ιστορικές µνήµες της οδυνηρής επταετίας ήταν πρόσφατες, είτε διότι η µετέπειτα κοινοβουλευτική δηµοκρατία άνοιξε τον κρατικό µπουφέ για µεγάλο µέρος του πληθυσµού, δηµιουργώντας το ολοδικό της πελατειακό κράτος, διεφθαρµένων υπερκαταναλωτών και χειροκροτητών ψηφοφόρων.
     Με την οικονοµική (και όχι μόνο) κρίση, όµως, η απαθής ελληνική κοινωνία ξεβρακώθηκε, αποκαλύπτοντας την πνευµατική και πολιτισµική της γύµνια στον εαυτό της. Το προαναφερθέν κλισέ έγινε για κάποιους «Χρυσή Αυγή που σας χρειάζεται», ο άλλοτε γραφικός Χριστιανικός όχλος αποκτά πλάτες με την βοήθεια της ναζιστικής αυτής γκρούπας, επιχειρώντας να λιντσάρει τους ηθοποιούς του Corpus Cristi για λόγους «βλασφημίας» (όπως ακριβώς συμβαίνει και σε πολλές θεοκρατικές κοινωνίες). Η συγκέντρωση µεγάλου αριθµού µεταναστών στα αστικά κέντρα, σε συνδυασμό  µε την τεράστια ανεργία, η αύξηση της εγκληµατικότητας ως συνέπειας της  ανέχειας και της ανισότητας, και την προσεκτική ρατσιστική προπαγάνδα  των ΜΜΕ (που τώρα παρουσιάζονται δήθεν “έκπληκτα” µε την άνοδο του  φασισµού) εδώ και αρκετά χρόνια σε συνεργασία µε τους τηλεµαϊντανούς του  ΛΑ.ΟΣ (που τώρα μεταπήδησαν στην κυβερνώσα ακρο(κεντρο)δεξιά παράταξη),  οδήγησε ένα σηµαντικό πληθυσµό νέων, ως επί το πλείστον, ανθρώπων στις  αγκάλες του έως τότε αφανούς από την κεντρική πολιτική σκηνή,  νεοναζιστικού μορφώματος. Έτσι, μετανάστες μαχαιρώνονται καθημερινά από ακροδεξιά κακοποιά στοιχεία, υπό την ανοχή της αστυνομίας, οι συνωμοσιολόγοι δημαγωγοί αποκτούν όλο και περισσότερους οπαδούς, την ίδια στιγμή που άνθρωποι αυτοκτονούν ο ένας μετά τον άλλον, μην μπορώντας να αντέξουν τα αβάσταχτα χρέη.
     Κάποιοι άλλοι (πιο ισχυροί), όμως, αυτο-αποκαλούμενοι πραγματιστές ή ρεαλιστές βρήκαν την ευκαιρία να βαφτίσουν ως ρεαλιστική και σίγουρη επιλογή τον συμβιβασμό με την μιζέρια και την εξαθλίωση επιστρέφοντας, παράλληλα, στην ιστορικά οικεία «θεωρία των άκρων», σύμφωνα με την οποία οι κοινωνικοί αγωνιστές εξισώνονται με τις ακροδεξιές οργανώσεις και βαφτίζεται ως απειλή για την κοινωνία και τους «δημοκρατικούς» της θεσμούς: δεν μας ξεκαθάρισαν βέβαια, (ποιοί είναι αυτοί οι δημοκρατικοί θεσμοί οι οποίοι σώπασαν κατά τη διάρκεια του κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος του Λουκά Παπαδήμου[1]). Έτσι, το Κράτος και οι μηχανισμοί εξουσίας που διαθέτει στο οπλοστάσιο του, βρήκαν το κατάλληλο όπλο ώστε α) να διαιρέσουν την ήδη διαιρεμένη κοινωνία, καλλιεργώντας εμφυλιοπολεμικό κλίμα, β) να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη από τα πραγματικά συστημικά προβλήματα στα απλά συμπτώματα της καπιταλιστικής κρίσης, και γ) να προβάλλουν την απειλή της πολιτικής σταθερότητας και ομαλότητας, ώστε να σπείρουν τον φόβο και την ανησυχία.
     Έτσι, ο αγαπηµένος µας Μαλάκας παράλληλα µε την δήθεν εξυψωµένη, λόγω κρίσης πάντα, εθνική του περηφάνια, γίνεται ταυτόχρονα και νοσταλγός  της δικτατορίας  του Παπαδόπουλου, ή του Μεταξά (χωρίς, ωστόσο, κανείς να τον εμποδίζει να μεταναστεύσει σε μια χώρα που ένα τέτοιο καθεστώς έχει εδραιωθεί), αναπαράγοντας τις ψευδολογίες των φασιστολογίων που έχουν κατακλύσει το διαδικτυακό χώρο, χωρίς να αναζητήσει φυσικά πηγές και χωρίς να αναπτύξει έστω στο ελάχιστο την κριτική ιστορική γνώση, εξαργυρώνοντας µε χουντολαγνεία την χρόνια αποπολιτικοποίηση του. Η µπροσούρα, λοιπόν, αυτή απευθύνεται κυρίως στον Μαλάκα, και έχει ως βασικό της στόχο να αποτελέσει σηµείο προβληµατισµού γι’ αυτόν, και όχι προϊόν εκ νέου αναπαραγωγής και παπαγαλισµού επιχειρηµάτων.


Ο ΜΑΖΑΝΘΡΩΠΟΣ

     Τα απολυταρχικά καθεστώτα δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς την κοινωνία αυτή που θα στηρίξει τον ολοκληρωτισμό. Ο Χίτλερ, σε ομιλία του προς τα S.A είπε: «Ό,τι είσαστε, το είσαστε χάρη σ’ εμένα. Ό,τι είμαι, το είμαι χάρη σ’εσάς και μόνο». Ο ανθρωπολογικός τύπος που συμβάλει περισσότερο στην κυριαρχία και διαιώνιση των ολοκληρωτικών καθεστώτων, δεν είναι τόσο αυτός του κτήνους του βασανιστή ή του χαφιέ, αλλά ο μαζάνθρωπος, βασικό χαρακτηριστικό του οποίου είναι ο εθισμός στο lifestyle, στην εύκολη και ανέμελη ζωή, στο θέαμα και η απομόνωση ή έλλειψη φυσιολογικών κοινωνικών σχέσεων. Οι φασιστική δικτατορία του Μουσολίνι, τα στρατιωτικά καθεστώτα του Σαλαζάρ, του Πινοσέτ και του Παπαδόπουλου βάσιζαν την κυριαρχία τους όχι μόνο στις διώξεις των πολιτικών τους αντιπάλων, αλλά στην καλλιέργεια ενός ξένιαστου lifestyle, μιας συνεχόμενης και επαναλαμβανόμενης εικόνας μιας ατέλειωτου πανηγυριού, σαν να πρόκειται για το ακριβό περιτύλιγμα ενός  χαλασμένου προϊόντος, μια βιτρίνα που κρύβει τις πληγές μιας κοινωνίας  που αιμορραγεί αλλά όντας υπνωτισμένη από τα καταναλωτικά ναρκωτικά. Προκειμένου να καταλάβουμε καλύτερα, θα πρέπει να θυμηθούμε αρχικά την ταινία Roma  του Φεντερίκο Φελίνι, που απεικονίζει την ζωή των Ιταλών κάτω από το  φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Φελίνι περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια το πρώτο βασικό στοιχείο που  συναντά κανείς στον φασισμό: η υλιστική ζωή, η πληθώρα των απολαύσεων  και οι θεατρικές επιθεωρήσεις μας δίνουν την εντύπωση ότι οι άνθρωποι κάτω από ένα τέτοιο καθεστώς ζουν ευχάριστα. Η κρατική βία και οι  διώξεις έρχονται σε δεύτερη μοίρα και συχνά δεν αγγίζουν τον όχλο ο οποίος έχει κυριολεκτικά παραλύσει (γι’ αυτό και άλλωστε είναι όχλος και  όχι πια πολίτες) μέσα σ’ ένα βαθύ κλίμα απο-πολιτικοποίησης, απάθειας ή  στείρας αναπαραγωγής κρατικής προπαγάνδας. (Η απο-πολιτικοποίηση  αποτελεί βασικό στοιχείο που οδηγεί στον ολοκληρωτισμό για την Hannah  Arendt). Τα θεάματα που τα καθεστώτα αυτά προσφέρουν είναι είτε αστείες παρωδίες δίχως πολιτικό περιεχόμενο, είτε προπαγανδιστικά show, με σκοπό να προσελκύσουν τον όχλο στο πανηγύρι του lifestyle. Οι μάζες αυτές προέρχονται από μια διάτρητη κοινωνία, στις οποίες έρχεται το εθνικιστικό συναίσθημα (ο εθνικισμός αποτελεί πάντοτε πεμπτουσία των περισσότερων στρατιωτικών καθεστώτων) να συγκολλήσει.
     Η χρόνια αποπολιτικοποίηση, ο ζαμανφουτισμός, το κλείσιμο του καθενός στην ιδιωτική του σφαίρα, και η αποξένωση συνθέτουν το παζλ της κρίσης της δυτικής κοινωνίας, και της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης. Τόση απο-πολιτικοποίηση και εθισμό στην κουλτούρα του κιτς και της ξενοιασιάς, πραγματικά θα τη ζήλευαν ακόμα και οι στρατιωτικοί δικτάτορες. Σε μια σύγχρονη Δυτική κοινωνία δεν χρειάζεται κάποιο καθεστώς να ασκήσει σωματική βία από τη στιγμή που τα ελέγχει τα Μέσα Ενημέρωσης και Ψυχαγωγίας, τα οποία έχουν πετύχει ν’ απομακρύνουν τον καθένα μας από την πολιτική σφαίρα, βομβαρδίζοντάς μας καθημερινά με εικόνες lifestyle, δημιουργώντας ψεύτικες ανάγκες, χτυπώντας την πιο κεντρική δομή του ανθρώπινου ενστίκτου, την ψυχή, όπως θα έλεγε και ο Φρόιντ, και ελέγχοντας τα συναισθήματα μέσα από προβαλλόμενες εικόνες, καλλιεργώντας το φαντασιακό της υπερκατανάλωσης. Έτσι το πολιτικό όν ο άνθρωπος μετατρέπεται σε μαζάνθρωπος, εθίζεται στον καταναλωτισμό και την απάθεια, αναζητώντας διεξόδους μέσα από τις διάφορες φετιχιστικές εικόνες και διαφημίσεις. Είχε άδικο, συνεπώς, ο Ουμπέρτο Έκο, όταν έλεγε πως σήμερα μόνο οι ηλίθιοι κάνουν πραξικοπήματα με τανκς, όταν υπάρχει τηλεόραση; Μιλάμε, συνεπώς, για την κρίση σαν να πρόκειται για ένα φαινόμενο των τελευταίων δύο-τριών ετών, αποφεύγοντας να εξετάσουμε τα μικρές φυσαλίδες της φούσκας που μόλις έσκασε. Η συστηματική διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων, η δημιουργία εθνικών μύθων, οι κατά καιρούς «μεγάλες ιδέες» (οι οποίες ξεκινούν από τη«πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικιά μας θα ναι» και φτάνουν στην Ευρωζώνη και τους Ολυμπιακούς Αγώνες), η διαχρονική ανευθυνότητα και υποκειμενικότητα στη διαχείριση και μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, η καλλιέργεια του πολιτισμού του σκυλάδικου, η συνολική απαξίωση της πολιτικής και η μετάλλαξη της σ’ ένα σόου τηλεκαρναβάλων, καθώς και πολλές άλλες φυσαλίδες αιωρούνται γύρω μας, καθώς εμείς συνεχίζουμε να βυθιζόμαστε όλο και πιο βαθιά στην ιδιωτική μας ζωή, αποστρεφόμενοι την συμμετοχή, την κοινωνικοποίηση και συνεχίζοντας την διαίρεση της κοινωνίας σε εκατομμύρια μικροσκοπικά «εγώ».
     Όταν, όμως, έσκασε η μεγάλη φούσκα της κατανάλωσης, ο μαζάνθρωπος αυτός, ο άγνωστος μεταξύ αγνώστων, αναζητά μια νέα φούσκα για να κουρνιάσει μέσα της, να βρει την ασφάλεια που έχει χάσει, να πατήσει στη γη που έφυγε από τα πόδια του. Πώς, λοιπόν, θα αποφύγει ο μαζάνθρωπος το αυτομαστίγωμα στον οποίο καθημερινά τον καλούν η πολιτική τάξη, oι διεθνείς κι εγχώριες οικονομικές ελίτ, τα ΜΜΕ; ΄Πως θα ξεπεράσει και την ίδια του τη φυσική του ροπή προς την ιδιοτέλεια, την αδράνεια, τον φετιχισμό και την ασημαντότητα; Πώς θα απαλύνει τον πόνο της υπευθυνότητας, της αυτοκριτικής, πώς θ’ απομακρυνθεί και πάλι απ΄ τον δύσβατο δρόμο της κοινωνικής δημιουργίας που απλώνεται ανοιχτός μπροστά του; O εθνικιστικός ναρκισσισμός, και πάλι, θα του προσφέρει χείρα βοηθείας… έτσι ώστε να τον διαχωρίσει απ΄το γείτονα του, να του προσφέρει το βάθρο της (τάχα μου) φυλετικής ανωτερότητας, να δικαιολογήσει τα λάθη του παρελθόντος ρίχνοντας τις ευθύνες σε Εβραίους, ιλλουμινάτι, ψεκασμούς αεροπλάνων, μετανάστες και αριστερούς ή αναρχικούς.
     Ο μαζάνθρωπος, λοιπόν, είναι εδώ. Είναι ο γείτονας με τον οποίο δεν έχουμε ανταλλάξει καλημέρα, είναι ο συνάδελφος στη δουλειά με τον οποίο δεν έχουμε πιει ποτέ ένα καφεδάκι, είναι η φουρνάρισσα την οποία δεν ρωτήσαμε ποτέ αν είναι καλά. Είναι μέσα σε σπίτι με κλειστά παντζούρια, σε αγέλαστο τραπέζι στο καφενείο, σε οθόνη υπολογιστή που μένει ανοιχτή εικοσιτετράωρα ολόκληρα. Κι όσο δεν κοινωνικοποιείται, όσο δεν ψάχνει για ζωή, τόσο η νέα φούσκα του εθνικού παραληρήματος τον παρασύρει εντός της. Ο μαζάνθρωπος δεν είναι πάντα ο Μαλάκας της ιστορίας μας. Ο Μαλάκας όμως είναι πάντα μαζάνθρωπος.


ΠΟΥΛΑ ΜΟΥ ΛΙΓΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

     Ο Μαλάκας της ιστορίας μας είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει ακόμη απογαλακτιστεί. Όπως στα πρώτα χρόνια της ζωής του, περίμενε το παραμύθι της μητέρας για να γλυκοκοιμηθεί, έτσι και στην ενήλικη ζωή του αναζητά το παραμύθι αυτό που θα τον κοιμίσει για τα καλά και θα τον ξεκουράσει στις αγκάλες, όχι του Μορφέα, αλλά του εκάστοτε εξουσιομανή. Τα απλοϊκά επιχειρήματα που θέτει ο Μαλάκας μας, κινούνται από το «τουλάχιστον τότε κοιμόμουν ήσυχα» και το «επί χούντας φτιάχτηκαν δρόμοι» έως το «δεν υπήρξαν νεκροί στο Πολυτεχνείο». Θα επιχειρήσουμε παρακάτω, όσο πιο σύντομα γίνεται, να εκθέσουμε τα χιλιοειπωμένα παραμύθια των χουντολάγνων.

Οι νεκροί του Πολυτεχνείου

     Είναι τουλάχιστον προσβολή προς τις οικογένειες ανθρώπων που έδωσαν τη ζωή τους για τη δημοκρατία, έστω κι αν ακόμη συνεχίζεται ο αγώνας γι’ αυτή, ν’ αναφέρονται απαξιωτικά σ’ αυτούς γνωστοί τηλεμαϊντανοί βουλευτές και κάθε λογής φασιστοειδή , άνθρωποι που δεν έχουν αγωνιστεί για τίποτε απολύτως στη ζωή τους, και να τους αποκαλούν «παραμύθια». Πέραν των νεκρών, χιλιάδες αγωνιστές βασανίστηκαν, πολλοί περισσότεροι αντιμετώπισαν την καθημερινή Κρατική Τρομοκρατία, τη ρουφιανιά, τη λογοκρισία, το κυνήγι, είτε επειδή αντιστέκονταν στο αυταρχικό καθεστώς, είτε απλά έτυχε να συγγενεύουν με κάποιον αγωνιστή, είτε επειδή απλά τολμούσαν να πουν ό,τι σκέφτονταν. Χωρίς να επεκταθούμε στο ζήτημα των μεθόδων τρομοκρατίας της Χούντας, καθώς και η βιβλιογραφία είναι μεγάλη, αλλά και το ζήτημα εκτενές, παραθέτουμε τη λίστα των νεκρών αγωνιστών του Πολυτεχνείου.

Σπυρίδων Κοντομάρης (ετών 57, δικηγόρος, 16.11.1973, ώρα 20.30)
Διομήδης Κομνηνός (ετών 17, μαθητής, 16.11.1973, ώρα 21.30)
Σωκράτης Μιχαήλ (ετών 57, εμπειρογνώμων ασφαλιστικής εταιρείας , 16.11.1973, ώρα μεταξύ 22.30 & 23.00)
Βασίλειος Φάμελλος (ετών 26, ιδιωτικός υπάλληλος, 16.11.1973, ώρα 23.30)
Torill Engeland Magrette (ετών 22, 16.11.1973, φοιτήτρια, ώρα 23.30)
Γεώργιος Σαμούρης (ετών 22, 16.11.1973, φοιτητής ώρα 24.00)
Δημήτριος Κυριακόπουλος (ετών 35, οικοδόμος 16.11.1973, βραδυνή ώρα )
Σπύρος Μαρίνος (Γεωργαράς) (ετών 35, ιδιωτικός υπάλληλος, 16.11.1973, βραδυνή ώρα)
Νικόλαος Μαρκούλης (ετών 24 , εργάτης, 17.11.1973, πρωινή ώρα)
Αικατερίνη Αργυροπούλου (ετών 76, 17.11.1973, ώρα 10.00)
Στυλιανός Καραγεωργής (ετών 19, οικοδόμος, 17.11.1973, ώρα 10.15)
Μάρκος Καραμανής (ετών 23, ηλεκτρολόγος, 17.11.1973, ώρα 10.30)
Αλέξανδρος Σπαρτίδης (ετών 16, μαθητής 17.11.1973, ώρα 10.30-11.00)
Δημήτριος Παπαϊωάννου (ετών 60, διευθυντής ταμείου αλευροβιομηχάνων, 17.11.1973, ώρα 11.30)
Γεώργιος Γερτζίδης (ετών 48, εφοριακός υπάλληλος, 17.11.1973, ώρα 11.30)
Βασιλική Μπεκιάρη (ετών 17, μαθήτρια, 17.11.1973, ώρα 12.00)
Δημήτρης Θεοδωράς (ετών 5 1/2, 17.11.1973, ώρα 13.00)
Αλέξανδρος Βασίλειος (Μπασρί) Καράκας (ετών 43, ταχυδακτυλουργός, 17.11.1973, ώρα 13.00)
Αλέξανδρος Παπαθανασίου (ετών 59, συνταξιούχος εφοριακός, 18.11.1973, ώρα 10.00)
Ανδρέας Κούμπος (ετών 63, βιοτέχνης, 18.11.1973, ώρα 11.00)
Μιχαήλ Μυρογιάννης (ετών 20, ηλεκτρολόγος, 18.11.1973, ώρα 12.00)
Κυριάκος Παντελεάκης (ετών 43, δικηγόρος, 18.11.1973, ώρα 12.00-12.30)
Ευστάθιος Κολινιάτης (ετών 47, 18.11.1973)
Ιωάννης Μικρώνης (ετών 22 φοιτητής, συμμετείχε στην κατάληψη του Πανεπιστημίου Πατρών)

Η οικονομία επί χούντας

     Η ελληνική ακροδεξιά, έχοντας εξασφαλίσει την συμμετοχή του Κράτους και των ΜΜΕ στην συστηματική συσκότιση της Ιστορίας, διατείνεται πως η (αμερικανοκίνητη) χούντα των συνταγματαρχών αποτέλεσε ένα «οικονομικό θαύμα», ενώ στην πραγματικότητα κατά την περίοδο αυτή επικράτησε η συνέχεια της πορείας που είχε αρχίσει να διαγράφεται από την αρχή της δεκαετίας του 60.  Οι ίδιοι οι συνταγματάρχες προέβαλαν ως επιχείρημα για το πραξικόπημα (εκτός από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο») το φόβο του «οικονομικού χάους». Η οικονομική πραγματικότητα όμως της εποχής περιγράφεται ως εξής: «Η πρόοδος των τελευταίων πέντε ετών, όσον αφορά την αύξηση του εθνικού εισοδήματος και την βελτίωση του επιπέδου ζωής, βασίστηκε στη νομισματική σταθεροποίηση που επιτεύχθηκε τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 50’ και ήταν συνέπεια των μηχανισμών αναπτύξεως που μπήκαν σε κίνηση και ενισχύθηκαν επιτυχώς στη δεκαετία 1957-1966. Στο τέλος του 1966 τα αποθέματα χρυσού και εξωτερικού συναλλάγματος ήταν εξαιρετικά μεγάλα. Κάτω από τέτοιες συνθήκες και με τέτοια ώθηση, η περαιτέρω πρόοδος της οικονομίας ήταν σχεδόν βέβαιη»[2]. Συνεπώς καταλαβαίνουμε ότι πραγματικά «φόβος οικονομικού χάους», δεν υπήρξε ποτέ (όπως ούτε «κομμουνιστικός κίνδυνος» απεδείχθη ποτέ πως υπήρξε).
     Παρόλα αυτά η επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος, δημιούργησε κλίμα αβεβαιότητας προς την Ελλάδα διεθνώς. Κι έτσι υπήρξε πτώση στα έσοδα απ’ τον τουρισμό, μεταξύ 1967-1971, της τάξης των 200.000.000 δολαρίων. Συνυπολογίζοντας και τα κεφάλαια ύψους 200.000.000 δολαρίων που θα παραχωρούσε η Ε.Ο.Κ, μέσα στην τετραετία αυτή, τα οποία δεν δόθηκαν, το σύνολο φτάνει στα 400.000.000 δολάρια. Έτσι το στρατιωτικό καθεστώς προχώρησε σε «ενέργειες εκτάκτου ανάγκης» με βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα δάνεια με σκοπό την κάλυψη του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών. Με αυτόν τον τρόπο και μέσα σε μια πενταετία (1966-1971), το εξωτερικό χρέος υπερδιπλασιάστηκε και συνολικά υπολογίζεται ότι έφτασε το ύψος των 2,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
     Ο παρακάτω πίνακας αποδεικνύει ξεκάθαρα τα κοινά χαρακτηριστικά της ευρύτερης περιόδου 60-73. Όπως βλέπουμε, το δημοσιονομικό έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ βρισκόταν στο 1,22% το 1966, ενώ το 1974 έφτασε το 2,76% του ΑΕΠ…Το 1961- 1966 οι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης κυμάνθηκαν από το 6,5% έως το 13,2%, και ο πληθωρισμός από 0% μέχρι 4,8% . Το 1967 -73 οι ρυθμοί ανάπτυξης «έτρεχαν» με ετήσιους ρυθμούς από 5,7% μέχρι 11,6%, ενώ πληθωρισμός με 0,3% έως το αρνητικό ρεκόρ 15,55% (το 1973).



     Άλλο επιχείρημα των χουντολάγνων που υποστηρίζει την επταετή δικτατορία, είναι τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας της εποχής. Φυσικά, αποκρύπτεται το γεγονός πως α)τα επίπεδα της ανεργίας κινούνταν στα ίδια περίπου επίπεδα και πριν το πραξικόπημα και β) πως η στατιστική της ανεργίας ήταν τεχνητή, αφού οι εν δυνάμει εργαζόμενοι πολίτες μετανάστευαν μαζικά προς το εξωτερικό, όπως δείχνει και ο παρακάτω πίνακας.

    Έτος

         Χιλιάδες

          Έτος

Χιλιάδες
         1963              67,7              1967          30,8
         1964             63,8              1968          56,9
         1965             54,9              1969          90,3
         1966             23,3              1970          83,6

     Όσον αφορά τους «υψηλούς μισθούς» επί χούντας, η σκόπιμη διασπορά ψευδών πληροφοριών από φασιστολόγια μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί με μία ματιά στον παρακάτω πίνακα. Οι μόνοι μισθοί που στην αυξήθηκαν ήταν αυτοί των χρήσιμων υπαλλήλων του καθεστώτος: των στρατιωτικών…(έτσι εξηγούνται και οι «κόκκινες γραμμές» του Μιχαλολιάκου αποκλειστικά στις περικοπές στις ένοπλες δυνάμεις και τις δυνάμεις καταστολής-όπως περιγράφτηκαν στο λογύδριο του εντός του Κοινοβουλίου)
Συγκριτική αύξηση αποδοχών
1963-66
1967-70
  1968-71
Δημόσιοι υπάλληλοι           9           7,5     
Στρατιωτικοί     10       13      
Υπάλληλοι δημοσίων          επιχειρήσεων-τραπεζών       8,8         4,7       
Ωραία αμοιβή στη Βιομηχανία           9,3                 8,8                6,3            
Εβδομαδιαίες αποδοχές στη Βιομηχανία           8,8           8,3               8,6           
Μηνιαίοι μισθοί στη Βιομηχανία           7,8                 7,7               6,9           
Μίνιμουμ μισθοί(άνδρες)            8           8,4       5,4            


Μέσα διακυβέρνησης της χούντας

     Αν συνοψίζαμε τα μέσα διακυβέρνησης της χούντας σε δέκα λέξεις, αυτές θα ήταν οι εξής: lifestyle, καλλιέργεια ενός κλίματος απο-πολιτικοποίησης, εθνικιστικός λαϊκισμός, υποσχέσεις, τρομοκρατία, διώξεις, μεταθέσεις, εκκαθαρίσεις, παροχές, λογοκρισία, απειλές.
     Η δικτατορία της 21ης Απρίλη για να μπορέσει να μπορέσει να κυβερνήσει, απαγόρευσε τα πολιτικά κόμματα, διέλυσε τα εργατικά και επαγγελματικά σωματεία, διέλυσε κάθε οργάνωση που είχε κάποιο κοινωνικό περιεχόμενο. Στη συνέχεια απέλυσε τους υπάρχοντες δικαστικούς ώστε να τρομοκρατήσει και τους υπόλοιπους και προώθησε αυτούς που είχαν δεθεί με την δική τους πολιτική. Παρόλα αυτά η χούντα δεν μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη στους τακτικούς δικαστές κι έτσι, εγκατέστησε στρατοδικεία σε ολόκληρη τη χώρα, που θα εφάρμοζαν πιστά τις εντολές της.
      Η ίδια τακτική ακολουθείται και στους υπαλλήλους του κρατικού μηχανισμού σε κάθε κλίμακα. Απολύουν μερικούς και τρομοκρατούν τους άλλους. Στο στρατό το παιχνίδι τους είναι περισσότερο πολύπλοκο. Μετά το βασιλικό πραξικόπημα της 13/12/67 έχουν όλη την άνεση να τον εκκαθαρίσουν από τα στοιχεία που δεν θα πειθαρχήσουν σ’ αυτούς. Μα δεν αρκούνται μόνο σ’ αυτό. Πρέπει να προωθήσουν και να αποστρατεύσουν όλους τους αξιωματικούς που είχαν μεγαλύτερο βαθμό από αυτούς, γιατί διαφορετικά οι ανώτεροι αξιωματικοί ποτέ δε θα πειθαρχούσαν σε κατώτερούς τους. Η επετηρίδα έχει μεγάλη σημασία γι’ αυτούς. Αλλά δεν περιορίζονται μόνο σ’ αυτό. Αποστρατεύουν και μια σειρά καθαρά χουντικούς αξιωματικούς για να τους χρησιμοποιήσουν αμέσως σε επίκαιρα σημεία του κρατικού μηχανισμού. Οι αξιωματικοί που επιλέγονται για το σκοπό αυτό προάγονται, παίρνουν μια καλή σύνταξη και στη συνέχεια διορίζονται σε υψηλές δημόσιες  θέσεις με πολύ μεγάλο μισθό. Προωθεί γρήγορα νεότερους αξιωματικούς σε ανώτερους βαθμούς και φυσικό είναι, οι αξιωματικοί αυτοί να γίνονται πιστοί και αφοσιωμένοι στη χούντα. Και θα υποστηρίζουν τη χούντα, γιατί αν ανατραπεί και επανέλθουν οι διωγμένοι αντίθετοι της χούντας, θα πρέπει να υποβιβασθούν. Με παρόμοιο τρόπο λειτουργούν και με τους πολίτες της χώρας, έτσι ώστε να έχουν όση περισσότερη απήχηση και ανοχή από μέρος αυτών. Έτσι δεν λείπουν και τα ρουσφέτια προς μέρος της κοινωνίας που είναι φιλικά προσκείμενοι προς το στρατιωτικό καθεστώς, όπως χορήγηση χαριστικών δανεικών-κι αγύριστων από το Κράτος προς υποστηρικτές του καθεστώτος, χορήγηση αδειών κτλ.
     Η χούντα χρησιμοποιεί το δημόσιο χρήμα για να δημιουργήσει γύρω της αφοσιωμένους ανθρώπους. Τον πρώτο καιρό μετά τη μεταπολίτευση το θέμα απασχόλησε επανειλημμένα τα ΜΜΕ, για προφανείς όμως λόγους οι σχετικές κατηγορίες ουδέποτε ερευνήθηκαν σε βάθος. Αποκαλυπτικά είναι δύο έγγραφα του τότε αρχηγού της ΚΥΠ Μιχαήλ Ρουφογάλη που αποκάλυψε ο «Ταχυδρόμος» (29/8 και 12/9/74), με το ενδοκαθεστωτικό φακέλωμα «δανείων άτινα θεωρούνται χαριστικά ή επισφαλή», καθώς και των παραγόντων που «παρενέβησαν» για τη χορήγησή τους. Το συνολικό ύψος των «χορηγηθέντων» δανείων ήταν 1.519.000.000 δρχ. και των «υπό έγκρισιν» 1.644.000.000 δρχ.Τα δισεκατομμύρια σκορπιούνται σε φίλους και γνωστούς, που υποτίθεται ότι κάνουν κάποια δημόσια έργα ή έχουν κάποια αποστολή. Μισθοδοτούν ένα πλήθος χαφιέδων που παρακολουθούν τους ανθρώπους σε κάθε τους βήμα. Όλοι όσοι θα περάσουν σαν στρατιώτες από την ΕΣΑ του Λαδά και του αρχιβασανιστή Ιωαννίδη θα μισθοδοτούνται σε συνέχεια σαν πληροφοριοδότες.Με τον τρόπο αυτό, δένει τους βασικούς κρίκους της διοίκησης με ανθρώπους αφοσιωμένους στη χούντα.

Λογοκρισία

     «Έχετε υποχρέωσιν να δεχθήτε την σοβαρότητα της εγχειρήσεως και να μας βοηθήσετε», ήταν το πρώτο διάγγελμα του Παπαδόπουλου προς τους δημοσιογράφους, λίγες μέρες μετά την επιβολή της δικτατορίας.
   Η πανομοιότυπη εμφάνιση των εφημερίδων που κυκλοφόρησαν από τη μεθεπόμενη του πραξικοπήματος, έδειχνε ξεκάθαρα την υποταγή τους στην άγρια λογοκρισία. Ίδια πρωτοσέλιδα, ίδιες επίσημες ανακοινώσεις και υπαγορευμένα δημοσιεύματα, ίδια σχόλια. Πέντε εφημερίδες έλειπαν από τις πρώτες κυκλοφορίες. Η «Αυγή» και η «Δημοκρατική Αλλαγή» που κάλυπταν τον αριστερό πολιτικό χώρο, των οποίων απαγορεύτηκε η κυκλοφορία, η «Ελευθερία», καθώς και οι συντηρητικές «Καθημερινή» και η «Μεσημβρινή». Από τις εφημερίδες που εκδόθηκαν, οι ακροδεξιές «Ελεύθερος Κόσμος» και «Εστία» υποστήριξαν ανοιχτά το καθεστώς (και η κυκλοφορία των οποίων δεν ξεπέρασε ποτέ τις τελευταίες θέσεις). Οι συντηρητικές και φιλοβασιλικές, «Ακρόπολις», «Απογευματινή» και «Βραδυνή» υποτάχτηκαν πλήρως στο καθεστώς λογοκρισίας. Δυσάρεστη έκπληξη προκάλεσαν στους αναγνώστες τους οι τέσσερις εφημερίδες, «Αθηναϊκή», «Βήμα», «Έθνος» και «Νέα», οι οποίες στην αρχική φάση τουλάχιστον αποδέχτηκαν τη λογοκρισία των συνταγματαρχών. Λίγες μέρες μετά, η κεντροαριστερή «Αθηναϊκή» σταμάτησε την έκδοσή της.  Η εφημερίδα «Έθνος» χτυπημένη από τα βαριά πρόστιμα και τη φυλάκιση των εκδοτών της ,λόγω της έντονης κριτικής στο καθεστώς και της δημοσίευσης συνέντευξης του οικονομολόγου Ζίγδη για το κυπριακό ζήτημα, σταμάτησε την έκδοσή της την 1.4.1970.

Τα «καθαρά χέρια» της χούντας

     Μπορεί οι στρατιωτικοί δικτάτορες να μη χαιρετούσαν ναζιστικά, όπως οι σημερινοί νοσταλγοί τους στο κοινοβούλιο, όμως ούτε «καθαρά χέρια» είχαν (όπως φυσικά ούτε οι μαχαιροβγάλτες της νεοναζιστικής συμμορίας έχουν). Τα σκάνδαλα της χούντας δεν ήταν ούτε λίγα, ούτε ασήμαντα (όπως ούτε αυτά των κοινοβουλευτικών συνεχιστών τους φυσικά).
     Το πρώτο πράγμα που φρόντισαν να νομοθετήσουν ήταν η αύξηση του μισθού τους.  Με τον Α.Ν. 5 του 1967, ο μισθός του πρωθυπουργού υπερδιπλασιάστηκε (από 23.600 σε 45.000 δρχ), των υπουργών και υφυπουργών αυξήθηκε από 22.400 σε 35.000 δρχ, ενώ θεσπίστηκαν -για πρώτη φορά- ημερήσια «εκτός έδρας» 1.000 και 850 δρχ αντίστοιχα («Πολιτικά Θέματα» 5/10/73). Ακολούθησαν, φυσικά, κι άλλες «τακτοποιήσεις», όπως η καταχρηστική στεγαστική αποκατάσταση «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα με ειδική ρύθμιση του 1970 («Πολιτικά Θέματα» 8/2/75).
     Ο πρώτος νόμος «περί ευθύνης» υπουργών δεν είναι προϊόν των σημερινών συγκυβερνώντων ΝΔ-Πασοκ, αλλά της δικτατορίας των συνταγματαρχών που φρόντισαν να θεσμοθετήσουν τη μελλοντική ασυλία τους.Η χουντική νομοθεσία «περί ευθύνης υπουργών» (Ν.Δ. 802 της 30/12/1970) περιείχε «μεταβατική διάταξη» (§48) βάσει της οποίας δίωξη υπουργού ή υφυπουργού της χούντας μπορούσε να γίνει μόνο με απόφαση των… συναδέλφων του. Επιπλέον, όλα τα «εγκλήματα διά τα οποία δεν ησκήθη ποινική δίωξις μέχρι της ημέρας συγκλήσεως» της μελλοντικής Βουλής θεωρούνταν αυτομάτως παραγεγραμμένα! Όλα αυτά θα μπορούσαν, βέβαια, να επιτευχθούν με μία ομαλή μετάβαση σε ένα ψευδοδημοκρατικό καθεστώς, σχέδιο που τίναξε στον αέρα η εξέγερση του Πολυτεχνείου και το έγκλημα που διέπραξαν στην Κύπρο.
     Από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα ήταν αυτό του Τομ Πάπας και της εταιρείας Esso Pappas. Σύμφωνα με κατάθεση του δημοσιογράφου Η. Δηματρακόπουλου στο αμερικάνικο κογκρέσο, η χούντα διοχέτευσε στο ταμείο της εκστρατείας του Νίξον 549.000 δολάρια σε μετρητά για τη προεκλογική εκστρατεία του το 1968. Το ποσό αυτό προερχόταν από τα κονδύλια που η CIA διοχέτευσε στην ελληνική ΚΥΠ, για την αντικομουνιστική της εκστρατεία. Η χρηματοδότηση γινόταν με εντολή του Παπαδόπουλου, μέσω του διοικητή της ΚΥΠ Μιχάλη Ρουφογάλη (δηλαδή ξέπλυμα χρημάτων μέσω του Πάπας). Το αντάλλαγμα για τον Πάπας από τη Χούντα ήταν ευνοϊκές συμβάσεις με το ελληνικό δημόσιο (οι οποίες είχαν αμφισβητηθεί από την Ένωση Κέντρου). «Το μερίδιό του στην Ελλάδα περιλαμβάνει την πολυδιαφημισμένη προνομιακή σύμβαση για την COCA-COLA, μονοπώλιο του δικαιώματος αγοράς της ντομάτας της Δυτικής Ελλάδας, και ένα σύμπλεγμα πολλών εκατομμυρίων δολαρίων από χημικές και χαλυβουργικές εγκαταστάσεις, διυλιστήρια και στόλους πετρελαιοφόρων» (ριζοσπάστης, 29.4.2000). Από τα μεγαλύτερα επιχειρηματικά «επιτεύγματά» του ήταν η εξασφάλιση άδειας για τη δημιουργία εργοστασίου εμφιάλωσης της Κόκα-Κόλα στην Ελλάδα. Η αμερικανική πολυεθνική προσπαθούσε για μια δεκαετία να μπει στην ελληνική αγορά, χωρίς αποτέλεσμα. Επίσης, ένας προσωπάρχης του Τομ Πάπας με σκανδαλώδες παρελθόν, ο Παύλος Τοτόμης, διορίστηκε το 1967 υπουργός Δημόσιας Τάξης και κατόπιν πρόεδρος της ΕΤΒΑ.

Χαρακτηριστικός ήταν και ο νεποτισμός των δικτατόρων:
  • Ο Μακαρέζος διόρισε υπουργό Γεωργίας (κι αργότερα Βορείου Ελλάδος) τον κουνιάδο του, Αλέξανδρο Ματθαίου.
  • Ο Λαδάς έκανε τον ένα ξάδερφό του διοικητή της ΑΣΔΕΝ και τον άλλο γ.γ. Κοινωνικών Υπηρεσιών.
  • Ο γαμπρός του Παττακού Αντρέας Μεϊντάσης επιδόθηκε σε μπίζνες με το Δήμο Αθηναίων από την κατασκευή του υπόγειου γκαράζ της Κλαυθμώνος μέχρι μια τεχνική μελέτη αξιοποίησης δημοτικού ακινήτου, ύψους 1.109.000 δρχ.
  • Τα αδέρφια του αρχηγού βολεύτηκαν κι αυτά. Ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος ως στρατιωτικός ακόλουθος, γ.γ. του υπ. Προεδρίας, περιφερειακός διοικητής Αττικής και «υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ». Ο Χαράλαμπος Παπαδόπουλος αναρριχήθηκε αστραπιαία στην υπαλληλική ιεραρχία για να αναλάβει γ.γ. Δημ. Τάξεως. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα βαθμοφόρου υφισταμένου του, «μένει γνωστός σαν “μπον φιλέ” γιατί, τυλιγμένος σε χειμωνιάτικο παλτό, τρέχει νύκτα μαζί με αξιωματικούς αστυνομίας πόλεων στα καμπαρέ σαν γκάγκστερς και τρώγουν φιλέτο» (Αλέξανδρος Δρεμπέλας, «Ο θρήνος του χωροφύλακα», Αθήνα 1998, σ. 118)
Η αισθητική των καραβανάδων

     «Καλή τέχνη είναι αυτή που είναι καλή για την Μητέρα Πατρίδα» γράφει ο συνταγματάρχης Λαδιάς. Και όπου «Μητέρα Πατρίδα» μπορείτε ελεύθερα να συμπεράνετε το στρατιωτικό καθεστώς. Αποδεκτή μορφή τέχνης για την δικτατορία είναι αυτή που εξυμνεί το καθεστώς ή τουλάχιστον δεν το ενοχλεί.Τα αυταρχικά καθεστώτα συνήθως φροντίζουν με φτηνά υποκατάστατα κουλτούρας να κρατούν «τις μάζες σε κατάσταση ικανοποιημένης νάρκης», όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Ρ. Ρούφος, δείχνοντας  ανοχή σε «ουδέτερες» εκδηλώσεις.
     Το μόνο σίγουρο είναι ότι η κυριολεκτικά «πτωχή τω πνεύματι» κληρονομιά που άφησε πίσω της η Χούντα, ενθαρρύνοντας κάθε είδους ανόητη δημιουργία μόνο και μόνο επειδή αυτή τύχαινε να την εγκωμιάζει ή να κρατά τον κόσμο μακριά από επικίνδυνους στοχασμούς, μας εκπλήσσει ακόμα και σήμερα. Σε κάποιες περιπτώσεις δε, έχει αφήσει ευδιάκριτα τα ίχνη της, κυρίως στον κόσμο της τηλεόρασης και στον πολεοδομικό σχεδιασμό. Ως προς την αισθητική της αρχιτεκτονικής των «ψηλών κτιρίων», που χτίστηκαν κατά κόρον την περίοδο της δικτατορίας κι έχουν ταυτιστεί με τον αυταρχικό χαρακτήρα του καθεστώτος (κοντινότερο στους φοιτητές παράδειγμα, το γυάλινο κτίριο στο Πάντειο Πανεπιστήμιο), αρκεί να υπενθυμίσουμε τη δήλωση του Παττακού, που υποστηρίζει ότι οι επόμενες γενιές θα τον ευγνωμονούν για την απόφασή του να αυξήσει κατά 40% το επιτρεπόμενο ύψος δόμησης [3]
     Η δικτατορία φρόντιζε να χαρίζει δωρεάν θέαμα στο κοινό, με τις θρυλικά αντιαισθητικές  εκδηλώσεις  της στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όπου προσπαθούσε να «εξυψώσει το πατριωτικό συναίσθημα» σε δίχως αρχή και τέλος δρώμενα, όπου συνευρίσκονταν σπαρτιάτικες φάλαγγες, βυζαντινοί αυτοκράτορες, τσολιάδες, γιγάντιοι αστραφτεροί φοίνικες-άρματα, ενώ στην άλλη άκρη του γηπέδου χόρευαν καλαματιανό και τσάμικο…με σκοπό το «ομαδικό τραγούδι να διαλύσει την ατομικότητα εντός του συνόλου και να επισφραγίσει το ψυχολογικό ενιαίο των ατόμων» . Σταθμός, όμως, στην πνευματική ζωή της χώρας και ένδειξη των «υψηλών» αισθητικών κριτηρίων που διέθετε η Χούντα αποτελεί η «ποιητική έξαρση» που παρατηρήθηκε τα πρώτα χρόνια μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα, την οποία αξιοποίησε η κυβέρνηση εκδίδοντας το 1969 τη «Λαϊκή Μούσα», συλλογή στίχων από υποστηρικτές του καθεστώτος σε όλη τη χώρα. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα είναι το εξής:
«Μεσ’ τον Απρίλη έφθασαν
τρεις μάγοι με τα δώρα
Ο Γιώργος Παπαδόπουλος
κι ο Παττακός στην ώρα.
Ακόλουθα στέκει πιστός
ο Νίκος Μακαρέζος
που στάθηκε στο ραντεβού
και τώρα σαν Εγγλέζος».
(Πρόδρομος Σακελάριος Μιχαηλίδης, ιερέας)

Η ΧΟΥΝΤΑ ΘΑ ΠΕΣΕΙ ΕΝΑ ΠΡΩΙ
«Για ένα απροσδιόριστο ακόμη χρονικό διάστημα, την Ιστορία θα κινούν οι δυνάμεις της βίας και του χρήματος, ενάντια στα συμφέροντα των λαών και στην αλήθεια των ανθρώπων» (Albert Camus)
     Σ’ έναν κόσμο που βαλτώνει στην καταπίεση, την ανισότητα, την εξαθλίωση, οι κάθε λογής τσοπάνηδες βγαίνουν στο λιβάδι προσπαθώντας να μαντρώσουν όσο περισσότερους μπορούν, γύρω από τα (παρα)πολιτικά τους μαντριά. Αν, λοιπόν, αγαπητέ Μαλάκα της ιστορίας έχεις σκοπό να σταματήσεις βελάζεις, ν΄ αρχίσεις να μιλάς, κι από υπήκοος να πάρεις το ρόλο του Πολίτη, τότε καλό θα ΄ταν  να μην ψάχνεις την ασφάλεια σε Φούσκες. Το μόνο στήριγμα στο οποίο μπορείς να βασιστείς είναι ο ίδιος σου εαυτός, και η συλλογικότητα των ανθρώπων γύρω σου. Ο Παπαδόπουλος ψόφησε, οι μικροί δικτάτορες όμως ζουν και βασιλεύουν, δημιουργώντας μεγάλες ολιγαρχίες. Καιρός να σταματήσουμε ν’ αναζητούμε δικτάτορες κι ολιγαρχίες. Καιρός να ζήσουμε… «Η εσχάτη ταπείνωση, θα οδηγήσει σε κάποια αντίδραση» (Κ.Παλαμάς)



Σημειώσεις:
[1] Να υπενθυμίσουμε πως όποιος θα χαρακτήριζε υπερβολική την κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας που σχηματίστηκε εκτάκτως από τον τεχνοκράτη Λ.Παπαδήμο, ανατρέποντας τον Γ.Παπανδρέου, πως τα δικτατορικά πραξικοπήματα στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχαν διάρκεια ζωής έξι μηνών (περίπου) και κύριο χαρακτηριστικό τους δεν ήταν η καταστολή όσο ο σφετερισμός μιας νόμιμης εξουσίας. Τα καθεστώτα αυτά συνήθως επικαλούνταν κάποια έκτακτη ανάγκη που με την περάτωσή της, έκλειναν τον κύκλο τους και παρέδιναν την εξουσία πάλι στους νόμιμους θεσμούς. Οποιαδήποτε ομοιότητα με την περίπτωση Μ.Μόντι και Λ.Παπαδήμου δεν είναι τυχαία.
(2)Γιώργου Γιαννόπουλου – RichardClogg 1976 «Η Ελλάδα κάτω από στρατιωτικό ζυγό»
(3)Το Κιτς της Χούντας, Κλεονίκη Αλεξοπούλου
(4) Περικλής Ροδάκης, Η δικτατορία των συνταγματαρχών
(5) Σόλωνος Γρηγοριάδη, Ιστορία της δικτατορίας
(6) Χαρίτου Κορίζη, Το αυταρχικό καθεστώς 67-74
(7) Χάνα Αρέντ, Το ολοκληρωτικό σύστημα
(8) Βίλχελμ Ράιχ, Η μαζική ψυχολογία του φασισμού
(9) Ελευθεροτυπία,Ιός της Κυριακής, Εφτά χρόνια αρπαχτή
Συγγραφή: Μιχάλης Θ., Efor., Χριστοφορος Π.


*Το παραπάνω άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα του eagainst: 

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Νίτσε, ναζισμός και παραχάραξη



Θοδωρής Τζίμας

«Οι εχθροί μου έγιναν πολύ δυνατοί και παραμόρφωσαν την διδασκαλία μου,
τόσο που οι πολυαγαπημένοι μου
θα πρέπει να ντρέπονται για τα δώρα που τους έδωσα»
(Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα)

Ο Φρίντριχ Νίτσε υπήρξε σπουδαίος φιλόσοφος, σχεδόν αξεπέραστος. Ιδιότροπος, καινοτόμος, αιρετικός και ριζοσπάστης. Γεννημένος το 1844 στη Γερμανία θήτευσε μεταξύ άλλων δίπλα στον Σοπενχάουερ και τον Βάγκνερ, τους οποίους σύντομα αποκήρυξε. Τα γραπτά του, αν και δεν έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής στην εποχή του, έμελε να θέσουν την δυτική σκέψη σε μια νέα, πρωτόγνωρη βάση φτάνοντας να συγκροτούν μια νέα φιλοσοφική τάση, τον νιτσεϊσμό.
Φυσική απόρροια αυτού ήταν ο Νίτσε να επηρεάσει όλο το πολιτικό φάσμα της πολιτικής θεωρίας. Αναρχισμός, φεμινισμός, αλλά και ναζισμός, σωβινισμός και αντισημιτισμός επηρεάστηκαν βαθύτατα από την νιτσεϊκή σκέψη. Μέχρι ενός σημείου, η δίσημη και αινιγματική γραφή του Νίτσε είναι το άλλοθι για όλες αυτές τις αντιφατικές κι ετερόκλητες επιρροές. Στη πραγματικότητα, ο Νίτσε το μόνο από το οποίο γλίτωσε ήταν να χαρακτηριστεί μικροαστός φιλόσοφος (τάση που τα τελευταία υπάρχει στους κόλπους αριστερών σεχτών).
Προφανώς, είναι άσχημη η συνήθεια των σύγχρονων πολιτικών τάσεων να οικειοποιούνται φιλοσόφους και στοχαστές, σαν να ψάχνουν εναγωνίως να προσδώσουν κύρος και αξιοπιστία στη πολιτική τους θέση. Όμως, η περίπτωση της οικειοποίησης του Νίτσε από τον ναζισμό και τον φασισμό είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει μιας και πρόκειται για τόσο εξόφθαλμη και χυδαία παραχάραξη της φιλοσοφίας. Δεν είναι φαινόμενο πρωτόγνωρο για ναζί, μιας κι έχουν παραδώσει μαθήματα ψεύδους, προπαγάνδας κι επικοινωνιακής διαχείρισης. Όμως, καθετί αγνό κι αληθινό πρέπει να διασώζεται και να αποκαθίσταται, ιδίως από τις ορέξεις μισάνθρωπων ιδεών. Μα πάνω από όλα, πρέπει να αποκαθίστανται στη συνείδηση της κοινωνίας που άκριτα θεωρεί τον Νίτσε πρόδρομο του ναζισμού και του φασισμού.
Δεν υπάρχει λοιπόν μεγαλύτερη φθορά για τη νιτσεϊκή φιλοσοφία από την σύνδεσή της με τον ναζισμό. Έκτοτε το φάντασμα του ναζισμού πλανάται πάνω από την νιτσεϊκή σκέψη. Δυστυχώς για τους γκεμπελίσκους, ο Νίτσε είναι μάλλον ξεκάθαρος: «Όποιος με διαβάζει σήμερα στη Γερμανία, έχει πρώτα απογερμανοποιήσει τον εαυτό του πλήρως, όπως έκανα κι εγώ. Είναι γνωστή η φόρμουλά μου "για να σαι καλός Γερμανός, πρέπει να απογερμανοποιηθείς" ή (για να με διαβάσει) πρέπει να είναι εβραϊκής καταγωγής, πράγμα που δεν είναι μικρή διάκριση μεταξύ των Γερμανών. Μεταξύ των Γερμανών, οι Εβραίοι είναι πάντα η ανώτερη ράτσα, πιο εκλεπτυσμένη, πνευματική, ευγενική…». Ακόμη, σε μια επιστολή του στην αδερφή του στις 26.12.1887 ο Νίτσε αναφέρει κατηγορηματικά: «Είναι για μένα ζήτημα τιμής να κρατήσω απέναντι στον αντισημιτισμό μια στάση ξεκάθαρη, δηλαδή αρνητική, όπως κάνω και στα γραπτά μου. Με παραζάλισαν τελευταία με επιστολές και αντισημιτικά κείμενα. Η απέχθειά μου για αυτή την παράταξη (που κόπτεται να σφετεριστεί το όνομά μου!) είναι σαφέστατη, αλλά η συγγένειά μου με τον Φόρστερ και ο αντίκτυπος του αντισημιτισμού του Σμάιτσνερ, του παλιού μου εκδότη, κάνουν τους οπαδούς αυτού του ενοχλητικού κόμματος να πιστεύουν ότι είμαι δικός τους».
Για πολλούς ακόμη λόγους (κάποιοι εκ των οποίων θα αναφερθούν παρακάτω), η πεποίθηση ότι ο Νίτσε υπήρξε πρόγονος του φασισμού και του ναζισμού δεν συζητείται καν σοβαρά μεταξύ των μελετητών. Ποια όμως είναι τα στοιχεία που δημιούργησαν το φάντασμα του νιτσεϊσμού πάνω από το ναζισμό;
Η διαστρέβλωση των όσων είπε κι έγραψε ο Νίτσε υπολογίζεται ότι ξεκίνησε όσο ο Νίτσε είχε ακόμη τα λογικά του. Το 1885 η αδερφή του, Ελίζαμπετ, παντρεύτηκε τον Μπέρχαρντ Φόρστερ, έναν σκληροπυρηνικό αντισημίτη. Η Ελίζαμπετ γρήγορα ασπάστηκε τις ίδιες ιδέες. Από την άλλη, ο Νίτσε ούτε ενέκρινε αυτόν τον γάμο, ούτε καν παραβρέθηκε. Οι λόγοι φαίνεται να είναι ότι αντιπαθούσε τον Φόρστερ λόγω των απόψεων του. Σε μια επιστολή στην μητέρα τους γράφει ότι δεν επιθυμεί καμία επαφή με τον γαμπρό του διότι απεχθάνεται τις ιδέες του. Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η άποψη του ότι τέτοιοι άνθρωποι είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι και ασυμφιλίωτοι με την φιλοσοφία του. Παρόλα αυτά, η αδερφή του θεωρείται βασική υπαίτια της σύνδεσης του Νίτσε με μισάνθρωπες απόψεις.
Η Ελίζαμπετ συγκέντρωσε μεγάλο μέρος των σημειώσεων του Νίτσε και όταν ο Νίτσε πλέον δεν ήταν σε θέση να διαχειρίζεται μόνος του τις υποθέσεις του (έχασε τα λογικά του το 1889) το χρησιμοποίησε σκόπιμα διαστρεβλωμένο. Σε πρώτη φάση ίδρυσε το Αρχείο Νίτσε το 1894, στο οποίο σταδιακά έδωσε αντισημιτικό χαρακτήρα. Μάλιστα, αποκορύφωμα όλου αυτού του εγχειρήματος ήταν η επίσκεψη του Χίτλερ εκεί, όπου η Ελίζαμπετ θα του χαρίσει το μπαστούνι που χρησιμοποιούσε ο Νίτσε. Κατόπιν ο Χίτλερ θα φωτογραφηθεί στην προτομή του Νίτσε και εν όσω ο Φόρστερ διάβαζε ένα κείμενο που «απεδείκνυε» την σχέση Νίτσε και ναζισμού (γραμμένο από πολύ «αξιόπιστο» συντάκτη, τον ίδιο τον Φόρστερ!). Αργότερα, η φωτογραφία του Χίτλερ στη προτομή του Νίτσε θα κοσμήσει το εξώφυλλο ενός βιβλίου του Ρίχαρντ Έλερ (Ο Νίτσε και το μέλλον της Γερμανίας) που υποτίθεται ότι αποδεικνύει την σχέση Νίτσε και Χίτλερ.
Η Ελίζαμπετ δεν σταμάτησε εκεί. Έστειλε μια επιστολή στον Μουσολίνι με την προσφώνηση «Στον ευγενέστερο μαθητή του Ζαρατούστρα που ονειρεύτηκε ποτέ ο Νίτσε, στον εμπνευσμένο αφυπνιστή των αριστοκρατικών ιδεών όπως τις εννοούσε ο Νίτσε, με τις θερμότερες ευχές και τον βαθύτατο σεβασμό και θαυμασμό του Αρχείου Νίτσε». Αξίζει να σημειωθεί ότι προηγουμένως, το 1901, η Ελίζαμπετ είχε εκδώσει ένα βιβλίο με τίτλο Η Θέληση για Δύναμη, που αποτελείται από διάσπαρτες σημειώσεις του Νίτσε και πλήθος κειμένων γραμμένων από την ίδια την Ελίζαμπετ. Το σύνολο του κειμένου ήταν ένα προχειρογραμμένο χυδαίο κολάζ εθνικοσοσιαλιστικού χαρακτήρα, η αποκατάσταση του οποίου από τις αυθαιρεσίες της Ελίζαμπετ πήρε πάνω από 20 χρόνια στους μελετητές Μοντινάρι και Κόλι, που τιμήθηκαν για την προσφορά τους.
Δεν ήταν μόνο η Ελίζαμπετ όμως που επιχείρησε να διαστρεβλώσει τον Νίτσε. Γύρω από το όνομά του δημιουργήθηκε ένας καλά ενορχηστρωμένος κύκλος παραχάραξης και προπαγάνδας. Το ναζιστικό καθεστώς σύντομα θα σπρώξει στην αγορά μια πληθώρα από φτηνές εκδόσεις που περιείχαν αποσπάσματα και πετσοκομμένα κείμενα του Νίτσε, προορισμένα για μαζική κατανάλωση μπας και πάρει μια πιο θεωρητική υπόσταση ο ναζισμός κι αγκιστρωθούν πάνω του οι μάζες. Κάποια μάλιστα από αυτά πέρασαν αποσπασματικά και στον χώρο της εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα, κυκλοφόρησαν και πιο επίσημα σκουπίδια, όπως το βιβλίο του Άλφρεντ Μπλόυμλερ (Ο Νίτσε ως φιλόσοφος και ως πολιτικός, 1931) που «αποδείκνυε» την υποτιθέμενη πίστη του Νίτσε στην κυριαρχία της ισχυρής Γερμανίας μέσω του πολέμου. Άλλο αντίστοιχο «θεόπνευστο» έργο ήταν το βιβλίο του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ (Ο μύθος του 20ου αιώνα, 1932) που «αποδεικνύει» την απρόσκοπτη πίστη του Νίτσε στην στρατιωτική πειθαρχία.
Η επιστημονική αξιοπιστία των παραπάνω μελετητών περιορίζεται στο ότι ήταν υπεύθυνοι προπαγάνδας και θεωρητικοί του Γ’ Ράιχ… Ο Μπόυμλερ γρήγορα κατέλαβε θέση ακαδημαϊκού από τον Χίτλερ με σκοπό να εντάξει την φιλοσοφία του Νίτσε στην ναζιστική κοσμοαντίληψη (ακόμα και με το ζόρι). Μάλιστα, πρόκειται για τόσο έγκριτο ερευνητή που βασική του θέση ήταν ότι το δημοσιευμένο έργο του Νίτσε δεν έχει καμιά σπουδαιότητα, αλλά η ουσία της νιτσεϊκής φιλοσοφίας βρίσκεται μόνο στα χειρόγραφα που διατηρούσε η Ελίζαμπετ. Η επιστημονικότατη θέση του εν λόγω ναζιστή τον οδηγεί στο να συνδέσει τον Νίτσε με τον ναζισμό. Τα κείμενα όμως του Νίτσε δεν φαίνεται να τον βοηθούν ιδιαίτερα. Το ίδιο συνέβη και με τον Ρόζενμπεργκ, ο οποίος δεν παραθέτει κανένα επίσημο απόσπασμα του Νίτσε. Οπότε, τι κάνει ο σωστός γκεμπελιστής προπαγανδιστής που σέβεται τον εαυτό του; Αποδίδει φράσεις τρίτων στον Νίτσε. Έτσι, ατάκες όπως «αυτό θα μπορούσε να το έχει γράψει κι ο Νίτσε» αφήνουν εποχή στην κατά τα άλλα επιστημονική προσέγγιση της φιλοσοφίας. Κι όταν τα κείμενα του Νίτσε δεν μπορούν να διαψευστούν τι κάνει πάλι ο σωστός γκεμπελίσκος; Νάζια… ισχυρίζεται δηλαδή ότι αυτά ο Νίτσε δεν τα εννοεί, απλά τα λέει έτσι, για να ταρακουνήσει τους Γερμανούς (!). Φυσικά, για ευνόητους λόγους οι «σοβαροί» θεωρητικοί του ναζισμού κατάπιαν τη γλώσσα τους για εκείνα τα χωρία που επιτίθενται στους Γερμανούς, που χλευάζουν τους οπαδούς, που απορρίπτουν τον αυταρχισμό και εξυμνούν τους Εβραίους.
Από την άλλη πλευρά, όχι λίγες από τις λεγόμενες προοδευτικές φωνές συσκότισαν εξαρχής την κατάσταση όσον αφορά την ερμηνεία του Νίτσε. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο Λούκατς, ο οποίος στο Η καταστροφή του λογικού επεχείρησε να αναδείξει τους λόγους που οδήγησαν την Γερμανία στο ναζισμό αφιερώνει ένα κεφάλαιο στον Νίτσε, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Η γειτνίαση (σ.σ.: της σκέψης του Νίτσε με τον χιτλερισμό) είναι αντικειμενικά πολύ μεγαλύτερη από όσο νόμιζαν εκείνοι (σ.σ.: ο Ρόζενμπεργκ κι ο Μπόυμλερ). Ο ναζισμός ορθά θεωρεί τον Νίτσε έναν από τους ευγενέστερους προγόνους του». Παρόλα αυτά, ο Λούκατς έπρεπε να γνωρίζει καλύτερα από όλους ποιά είναι η πραγματική καταστροφή του λογικού, όταν ο λενινισμός απαγόρευε τα έργα του κι ο ίδιος δεχόταν να τα αποκηρύξει απαγορεύοντας επίσης την δημοσίευσή τους, ενώ την ίδια στιγμή έθετε εαυτόν στις υπηρεσίες του Κόμματος. Ο εντεταλμένος πόλεμος του Λούκατς έναντι στον Νίτσε ήταν μεθοδικότατος. Είχε άλλωστε προηγηθεί ήδη ένα άρθρο με τίτλο Ο Νίτσε ως πρόγονος της φασιστικής αισθητικής. Οι συνθήκες της εποχής γενικά και η επιρροή του Λούκατς διαμόρφωσαν ένα αρνητικό κλίμα απέναντι σε έργα του Νίτσε, με αποτέλεσμα ουδείς σοβαρός αριστερός να καταδέχεται να ασχοληθεί με την βιβλιογραφία του Νίτσε.
Τι λέει όμως ο ίδιος ο Νίτσε για το γερμανικό έθνος; «Πανούκλα του Ρήνου»… Εκτός των άλλων, η θέση του για τους Γερμανούς είναι μνημειώδης: «Έχω δώσει στους Γερμανούς τα καλύτερα βιβλία που έχουν, κι αυτό είναι αρκετό να μην καταλαβαίνουν ούτε λέξη από αυτά». Πιο συγκεκριμένα, κάποιες από τις θέσεις του Νίτσε που αφορούν την Γερμανία είναι αρκετά ενδεικτικές των ασύμβατων με τα ιδεώδη του ναζισμού απόψεών του. Ο συγγραφέας του Εμείς οι απάτριδες (κεφάλαιο της Χαρούμενης Επιστήμης) κατακεραυνώνει το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα, θεωρώντας το βασικό διαμορφωτικό παράγοντα την κυριαρχίας και της υπακοής, αποδίδοντας την κατάντια του οποίου κατεξοχήν στο κράτος.
Κι ακόμη περισσότερη σημασία έχει η άποψη του Νίτσε για το κράτος και τον κρατισμό. Γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος στο Έτσι Μίλησε ο Ζαρατούστρα (κεφ. Για το νέο είδωλο): «Υπάρχουν κάπου ακόμα λαοί και αγέλες, όχι όμως σε εμάς, σε εμάς υπάρχουν κράτη. Κράτος; Τι είναι αυτό; Εντάξει λοιπόν! Ανοίξτε τώρα τα αφτιά σας, γιατί θα σας πω ο,τι έχω να σας πω για τον θάνατο των λαών. Κράτος λέγεται το πιο ψυχρό από όλα τα ψυχρά τέρατα. Και ψυχρά επίσης ψεύδεται και τούτο το ψέμα βγαίνει σερνάμενο από το στόμα του: «Εγώ το κράτος είμαι ο λαός». Ψέμα είναι κι αυτό!». Και προχωρά παρακάτω: «Κράτος ονομάζω αυτό, όπου όλοι πίνουν δηλητήριο, καλοί και κακοί: κράτος, όπου όλοι χάνουν τον εαυτό τους, καλοί και κακοί: κράτος, όπου η αργή αυτοκτονία όλων ονομάζεται ζωή». Εξάλλου, για τον Νίτσε, «εκεί που τελειώνει το κράτος, εκεί αρχίζει ο άνθρωπος». Το σε ποιο σημείο ακριβώς ταυτίζονται αυτές οι απόψεις με εκείνες του φασισμού και του ναζισμού είναι απορίας άξιο. Ακόμη, η στρατιωτική κοινωνική οργάνωση που βασίζεται στην πειθαρχία, την υπακοή και την ιεραρχία μάλλον δεν ταιριάζει και πολύ με την σχετική άποψη του Νίτσε, που είναι επίσης ξεκάθαρη: «Θέλεις να πολλαπλασιαστείς επί δέκα, επί εκατό; Ψάξε για οπαδούς, ψάξε για μηδενικά».
Ανάλογη είναι η θέση του Νίτσε για την εξουσία και την εξουσιαστική ηθική, όπως αυτή παρουσιάζεται στο Έτσι Μίλησε ο Ζαρατούστρα (κεφ. Το σκυλολόι): «Και γύρισα την πλάτη στους κυριαρχούντες, όταν είδα τι ονομάζουν σήμερα κυριαρχία: το να εμπορεύεσαι και να παζαρεύεις την δύναμη». Σε άλλο σημείο του Ζαρατούστρα ο Νίτσε χαρακτηρίζει ως μύγες της αγοράς τους πολιτικούς ηγέτες και προτρέπει: «Μην σηκώνεις πια το χέρι σου εναντίον τους! Είναι αμέτρητοι κι ο κλήρος σου δεν είναι να γίνεις μυγοσκοτώστρα. Είναι αμέτρητοι αυτοί οι μικροί και αξιοθρήνητοι». Επίσης, είναι ενδεικτικό το απόσπασμα από το Έτσι Μίλησε ο Ζαρατούστρα (κεφ. Για το νέο είδωλο): «Δείτε πως σκαρφαλώνουν, αυτοί οι ευκίνητοι πίθηκοι! Σκαρφαλώνουν ο ένας πάνω στον άλλο κι έτσι παρασύρονται στη λάσπη και στο βυθό. Όλοι θέλουν να ανέβουν στο θρόνο: αυτό είναι η τρέλα τους - λες και η ευτυχία κάθεται στο θρόνο! Συχνά κάθεται η λάσπη στο θρόνο - και επίσης συχνά ο θρόνος πάνω στη λάσπη». Και καταλήγει (στο ίδιο κεφάλαιο): «Απομακρυνθείτε λοιπόν από την άσχημη μυρωδιά! Μακριά από την ειδωλολατρία των περιττών! Απομακρυνθείτε λοιπόν από την άσχημη μυρωδιά! Μακριά από τον αχνό αυτών των ανθρωποθυσιών! Για τις μεγάλες ψυχές, η γη είναι ακόμη ελεύθερη».
Γύρω στα μέσα του 20ου αιώνα ο Νίτσε διαβάστηκε εκτενώς. Μετά την αποκατάσταση των έργων του η βιβλιογραφία του γνώρισε πολλές εκδόσεις, όπως και η δευτερεύουσα βιβλιογραφία. Πλήθος φιλοσόφων και συγγραφέων (εκ διαμέτρου αντίθετοι με τα ιδεώδη του ναζισμού) επηρεάστηκαν βαθειά από τη  νιτσεϊκή σκέψη. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρονται οι: Λυοτάρ, Ντελέζ, Φουκώ, Ντεριντά, Αντόρνο, Γιούνγκ, Βανεγκέμ, Λεφέρβ, Έσσε, Καμύ κ.α. Οπωσδήποτε ο Νίτσε παρέμεινε αντιφατικός σε πολλά σημεία, δυσερμήνευτος και αινιγματικός. Όμως, αυτό είναι θέμα που απέχει παρασάγγας από το να θεωρείται προπάτορας του ναζισμού.
Η οικειοποίηση κάθε φιλοσόφου έρχεται να προσδώσει κύρος σε πολιτικές θεωρίες που αναζητούν την παράπλευρη θρέψη με σκοπό να τονώσουν το ηθικό των οπαδών τους και για να μπαλώσουν το ιδεολογικό κενό της εκάστοτε θεωρίας. Όμως, η ριζοσπαστική σκέψη οφείλει να στέκεται απέναντι σε τέτοιες λογικές. Πάνω από όλα οφείλει να σχηματίζεται και να μετασχηματίζεται από την ίδια την ιδεολογική μήτρα που ενυπάρχει μέσα της. Να αξιολογεί τα γεγονότα, να αντλεί υλικό από τις πρακτικές της και να ορθώνεται απαλλαγμένη από την αναγκαιότητα της αυθεντίας.
Και για μία τελευταία φορά: ο Νίτσε δεν ήταν ούτε φασίστας, ούτε αναρχικός. Ήταν νιτσεϊκός. Γιατί, όπως κι ο ίδιος λέει, «είμαι ένα κιγκλίδωμα με ρεύμα, ας με πιάσει όποιος μπορεί να με πιάσει - αλλά δεν είμαι το δεκανίκι σας».

Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

H Έλσα του Χρήστου Μαρκαντώνη: Μια ταινία στο κατώφλι δύο εποχών

Χρήστος Νεδελκόπουλος



     Ήταν από καιρό που ήθελα να μιλήσω γι αυτόν τον σκηνοθέτη. Όχι απλώς γιατί εκτιμώ το έργο του, αλλά κυρίως επειδή έχω βαθύτατη επίγνωση της ιδιοσυγκρασίας του, δηλαδή γιατί οι βίοι μας έμελλε να γίνουνε παράλληλοι. Ήτανε ακριβώς δέκα χρόνια πριν σε κάποιο απ' τα μεσοδιαστήματα του προσωπικού μου οδοιπορικού σε σχολές και τμήματα. Ήταν η γραμμή Πάτρα-Κοζάνη-Γιάννενα. Εμένα μου πήρε δέκα χρόνια τώρα, για τον Χρήστο όμως ήταν κάτι λιγότερο. Ήταν η εποχή που δε μας τραβούσε να σπουδάσουμε κι έτσι δεν τα λέγαμε ποτέ στη σχολή, αλλά στο σπίτι με αλκοόλ και γέρικες δόσεις τέχνης και φυγής από τον κόσμο. Προσπαθήσαμε με μηδαμινά μέσα κι έτσι ήμασταν οι καλλιτέχνες που ζούσαν στο περίπου της τέχνης, στην τέχνη ως μεταφορά, στην τέχνη ως υπόσχεση και ερώτημα, φυγή και ριζικό. Έτσι βρεθήκαμε, εγώ να μελοποιώ αδιάσπαστα τους στίχους μου με τις βασικές συγχορδίες που γνώριζα κι αυτός να σκηνοθετεί σαν να 'χε κάμερα στο χέρι οτιδήποτε περιστρεφότανε τριγύρω του, φτιάχνοντας σενάρια εκεί που δεν υπήρχαν, μέσα σε κενό και μέσα στη μανία. Και βάλε ένα ποτήρι κι άλλο ποτήρι κι εμείς "να παίζουμε τους ρόλους, αυτούς τους ίδιους ρόλους" κι ύστερα περνούσε ο καιρός σιωπηλά μέχρι το άλλο βράδυ γιατί "οι νυχτοβάτες δε μιλούν τη μέρα". Αυτά τα λίγα έχω κρατήσει έτσι συνοπτικά απ' το παρελθόν, αφήνοντας πίσω μας σχολές και τμήματα, για να ξαναβρεθούμε το 2006 και πάλι.
     Τότε λοιπόν είχαν αλλάξει πολλά. Εγώ είχα εκδώσει το παρθενικό μου κείμενο "Σιγόβρασμα ονείρου" κι αυτός λίγους μήνες μετά την "Έλσα". Τότε είναι λοιπόν που ξαναρχίσαν όλα. Όχι πια η τέχνη σαν μεταφορά, ούτε φυγή και ριζικό. Τώρα η τέχνη στην υπηρεσία της ζωής, εναρμονισμένη με το γίγνεσθαι το κοινωνικό, ψηλαφώντας τις αισθήσεις και αγγίζοντας όλα αυτά που οι επαγγελματίες ουμανιστές φοβούνται να αγγίξουν: Εδώ βλέπε όλους τους "επαγγελματίες" ηθικολόγους, τους διαχειριστές της συνείδησης, τους μέντορες του ορθού λόγου. Αυτό ήταν κατά μία έννοια το μανιφέστο μας. Να σπάσει ο φόβος, να διαλυθούν οι μηχανές που παράγουν συναίσθημα, να εξευτελίσουμε τον έρωτα σαν σύμβολο θρησκευτικό, την πολιτική τους σαν σημαία Σταλινοθατσερικών κηρυγμάτων. Κάπως έτσι βρίσκω σήμερα τη δύναμη να μιλήσω κι εγώ με τη σειρά μου για την Έλσα, για την πρώτη ταινία του Χρήστου Μαρκαντώνη που πέντε χρόνια μετά την εμφάνισή της υποδεικνύει την επικαιρότητα της. Και την υποδεικνύει χαρισματικά, τώρα που ετοιμάζονται στρατόπεδα συγκέντρωσης, "τώρα που κινδυνεύει η υγεία των πολιτών", τώρα που η αλλοδαπή πόρνη κατά τις επίσημες αρχές ευθύνεται λέει και για τη μετάδοση του AIDS. Τώρα είναι που έχω πολλά να πω για την ερμηνεία της Έλσας (Michaela Gavriliou) που όντας μετανάστρια ίσως νοιώθει ακόμα καλύτερα κι εννοώ το νοιώθει στο πετσί της, τι σημαίνει η τέχνη στην υπηρεσία της ζωής, η αγωνία της ύπαρξης μπροστά στο μεγαλείο της ολικής διακύβευσης. Κι όσο για την έλλειψη μουσικής; Γιατί έχεις ακούσει κανέναν να τραγουδάει όταν δεν έχει να φάει, όταν δεν έχει ένα σύντροφο να ακουμπήσει, ένα κρεβάτι να ξεκουραστεί; Τι μελωδία να ψελλίσει η Έλσα μπροστά στο βιασμό της ίδιας της, της ύπαρξης. Κι όταν λέμε βιασμός εννοούμε αυτό που εννοεί η κάθε γυναίκα γιατί ο άνδρας χρειάζεται να θυσιαστεί για να το νοιώσει. Η μόνη μουσική που τότε μπορεί να υψώσει τον τόνο της είναι η σιωπή. Κι αν χρειάζεσαι και μια εικόνα σκέψου τη λέξη βιασμός κι αυτήν τη γυναίκα από όποια γωνιά της γης που στέκει επίμονα κάτω απ' το κόκκινο φως και υπομένει... υπομένει. Ακριβώς αυτό εννοώ, αυτό το ίδιο που για τα υπουργεία τώρα τελευταία λέγεται "υγειονομικός κίνδυνος". Κι αν θες κι άλλες πολλές, πολλές εικόνες της Αθήνας του σήμερα, θα στις δώσει η Έλσα. Μόνο πρόσεχε γιατί η Έλσα δεν είναι μακριά, η Έλσα είναι εδώ κι ίσως μια μέρα σηκώσει τη σημαία.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ "ΕΛΣΑ" (Διάρκεια 21', 2007)

Υπόθεση: Η Elsa, μία Ρουμάνα οικονομική μετανάστρια, έρχεται στην καυτή καλοκαιρινή Αθήνα όπου ονειρεύεται να βρει μία δουλειά. Όταν ξεφεύγει λίγο από τις δυσκολίες που συναντά, ονειρεύεται τα μέρη που μεγάλωσε. Αναγκάζεται να εργαστεί για τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου που μένει για να τον ξεπληρώσει και πέφτει θύμα ψυχολογικής και σωματικής βίας.

Σκηνοθεσία:
Χρήστος Μαρκαντώνης
Βιογραφικό:Είναι απόφοιτος της Σχολής Κινηματογράφου και Τηλεόρασης Λυκούργου Σταυράκου (2008). Έχει εργαστεί ως script στις ταινίες “Για μια αγκαλιά” της Τατιάνας Κουμούτση, “Bella” της Ελένης Τριανταφυλλοπούλου. Ως βοηθός σκηνοθέτη στην τελετή απονομής βραβείων “Χρυσοί Σκούφοι 06”, σκηνοθεσίας Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη (ΕΤ1, παραγωγή αθηνόραμα) και σε διαφημιστικά του ΄΄Holiday in Greece΄΄ σκηνοθεσίας Δ. Κυρίλλη.
Σενάριο:Χρήστος Μαρκαντώνης
Φωτογραφία:Μαρία Ντάσιου
Μοντάζ:Παναγιώτης Πατσιαούρας
Ήχος:Γιάννης Γιαννακόπουλος
Σκηνικά:Μαρία Παλάντζα
Ερμηνευτές:Michaela Gavriliou, Γιώργος Σουξές, Ντόρα Σιμοπούλου, Ρενάτα Ξενάκη, Θοδωρής Σκυφτούλης, Βασίλης Παπαδημητρίου
Παραγωγή:Χρήστος Μαρκαντώνης
[Ο αναγνώστης μπορεί να δει την Έλσα στο link: http://vimeo.com/39903510]
 Το άνωθεν κείμενο είναι αναδημοσίευση από το blog Κατακλείδα (http://www.katakleida.blogspot.gr/2012/04/h.html)

Η τέχνη δεν αναπαριστά αυτό που βλέπουμε. Μάλλον μας κάνει να το δούμε. (P. Klee)

Η τέχνη δεν αναπαριστά αυτό που βλέπουμε. Μάλλον μας κάνει να το δούμε. (P. Klee)