του Μαξ Στίρνερ
Πώς η Τέχνη δημιουργεί, συντροφεύει,
αλλά τελικά... ενταφιάζει τη Θρησκεία.
[Πρόκειται για ένα ριζοσπαστικό κείμενο του Μαξ Στίρνερ (1806-1856) με τίτλο «Τέχνη και Θρησκεία» που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα από το Πανοπτικόν, τεύχος 2, το 2001. Πηγή: Διαδικτυακό περιοδικό Ελεύθερη Έρευνα]
Από τη χρονική στιγμή που ο άνθρωπος υποψιάζεται, πως ενυπάρχει μια άλλη πλευρά του εαυτού του μέσα του και ότι δε βρίσκεται πλέον στην απλή φυσική του κατάσταση προχωρεί στο να διαχωρίσει τον εαυτό του σ’ αυτό που είναι και σ’ αυτό στο οποίο πρέπει να εξελιχθεί. Όπως ακριβώς ο έφηβος είναι το μέλλον του αγοριού, και ο ώριμος άνδρας το μέλλον του αθώου παιδιού, έτσι κι αυτή η άλλη πλευρά του είναι ο μελλοντικός άνθρωπος, που βρίσκεται στην άλλη πλευρά της παρούσας πραγματικότητας. Από την αυγή αυτής της υποψίας ο άνθρωπος αγωνίζεται και αδημονεί για τον Άλλο άνθρωπο του μέλλοντος, και δεν θα ησυχάσει μέχρι να ατενίσει τον εαυτό του με την μορφή του Άλλου, της άλλης πλευράς του.
Αυτή η μορφή ταλαντεύεται μέσα του για πολύ καιρό: την ψηλαφίζει μονάχα σαν μια δέσμη φωτός στο εσώτερο σκοτάδι του, που εξαπλώνεται άν και δεν έχει ακόμα καθορισμένη μορφή ή περίγραμμα. Για μια μακρά περίοδο, μαζί με άλλους τυφλούς και βωβούς, που ψηλαφίζουν αυτό το σκοτάδι, η καλλιτεχνική διάνοια αναζητεί να εκφράσει τούτο το προαίσθημα. Αυτό που κανείς άλλος δεν καταφέρνει να κάνει, το πετυχαίνει, παρουσιάζοντας την ανυπομονησία, την αναζήτηση της μορφής, και ανιχνεύοντας το σχήμα του δημιουργεί έτσι το Ιδανικό.
Τι είναι λοιπόν ο ολοκληρωμένος άνθρωπος, ο ιδεώδης χαρακτήρας από τον οποίο αυτό είναι ό,τι μπορεί να διακρίνει, αν όχι ο Ιδανικός άνθρωπος, το ανθρώπινο Ιδανικό; Ο καλλιτέχνης και μόνο, έχει επιτέλους ανακαλύψει τη σωστή λέξη, την ακριβή εικόνα, την ορθή έκφραση αυτής της παρουσίας, που αναζητούμε όλοι. Παρουσιάζει το προαίσθημα – είναι το Ιδανικό. Ναι! αυτό είναι! Ιδού το τέλειο σχήμα, η εμφάνιση, που τόσο περιμέναμε, τα καλά νέα, χαράς ευαγγέλια. Ο αγγελιαφόρος, που στείλαμε τόσο παλιά με την ερώτηση, της οποίας η απάντηση θα ικανοποιούσε τη δίψα του πνεύματός μας επέστρεψε! Λοιπόν ας χαιρετίσει ο κόσμος τη δημιουργία αυτής της διάνοιας και μετά ας υποκλιθεί μπροστά της – λατρευτικά. Ναι ω λατρεμένε! Οι μάζες των ανθρώπων προτιμούν να είναι διττές παρά μοναχικές, δυσανασχετούν, όταν βρίσκονται στη φυσική τους απομόνωση. Αποζητούν μια άλλη πνευματική ύπαρξη για δεύτερο εαυτό τους. Αυτός ο όχλος είναι ικανοποιημένος με το έργο της διάνοιας και ο διαχωρισμός είναι πλήρης.
Για πρώτη φορά ο άνθρωπος αναπνέει άνετα, μιας και η ενδόμυχη σύγχυσή του λύθηκε και η ενοχλητική υποψία εγκαταλείφθηκε χάρη στην περιγραφή μιας αντιληπτής μορφής. Αυτός ο Άλλος είναι και δεν είναι ο άνθρωπος: είναι η άλλη του πλευρά προς την οποία όλες οι σκέψεις και τα συναισθήματά του κυλούν, αλλά χωρίς να την αγγίζουν πραγματικά. Είναι λοιπόν η άλλη πλευρά του ενσωματωμένη και αξεχώριστα ενωμένη με την παροντική ολότητα. Είναι ο κρυφός θεός αλλά είναι απλησίαστος. Κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να αντιληφθεί ούτε να κατανοήσει. Απλώνει τα χέρια του, αλλά δε φτάνει ποτέ τον Άλλο. Μα αν τον έφτανε πώς θα μπορούσε ο «Άλλος» να συνεχίσει να υπάρχει; Τι θα απέμενε απ’ αυτόν το διαχωρισμό με όλους τους πόνους και τις απολαύσεις του; Θα υπήρχε άραγε - και μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί, αυτός λοιπόν ο διαχωρισμός, που ονομάζεται – θρησκεία;
Η Τέχνη γεννά διαχωρισμό, τοποθετώντας το Ιδανικό πέρα και ενάντια στον άνθρωπο. Αυτή όμως η άποψη, που διήρκεσε τόσο πολύ, ονομάζεται θρησκεία, και θα διαρκέσει μέχρι ένα μόνο απαιτητικό μάτι να σύρει το Ιδανικό πάλι μέσα και το κατασπαράξει. Συνεπώς, καθότι είναι μια άπ-όψη, απαραίτητο είναι ένα Αντικέιμενο. Ο άνθρωπος συσχετίζει μόνος του θρησκευτικά το Ιδανικό, που χάραξε η καλλιτεχνική δημιουργία με το δεύτερο εξωτερικευμένο Εγώ, όπως με ένα Αντικείμενο. Εδώ εδράζει όλη η αγωνία και οι αγώνες των αιώνων, γιατί είναι επίφοβο να βρίσκεται κανείς εκτός του εαυτού του, αντιμετωπίζοντας τον ως αντικείμενο, χωρίς να ενωθεί με αυτό και ως ένα αντικείμενο τοποθετημένο απέναντι και ενάντια στον άνθρωπο ικανό να εκμηδενιστεί εκμηδενίζοντας ταυτόχρονα και τον ίδιο.
Ο θρησκευτικός κόσμος ζει με τις χαρές και τις λύπες, που βιώνει μέσω του Αντικειμένου, κι έτσι ζει αποξενωμένος από τον εαυτό του. Η πνευματική του ύπαρξη δεν έγκειται στη λογική (αιτιολόγηση) αλλά στην παραδοχή (πίστη). Η θρησκεία είναι ζήτημα παραδοχής. Το Αντικείμενο είναι τόσο απλησίαστο που καμιά ευλαβής ψυχή δεν μπορεί να το κερδίσει ολοκληρωτικά, αντίθετα οφείλει να κερδηθεί απ’ αυτό, τόσο εύθραυστο είναι το πνεύμα της, όταν αντιτίθεται στο Αντικείμενο της παραδοχής.«Ψυχρή παραδοχή»! – Δε γνωρίζεις τι εστί; Δε γνωρίζεις ότι τίποτα δεν είναι τόσο διακαώς θερμό, τόσο ηρωικά καθορισμένο όπως η παραδοχή; censeo, carthaginem esse delendam (ψηφίζω, η Καρχηδών να καταστραφεί) παραδέχτηκε ο Κάτων και παρέμεινε έτσι λογικός. Η Γη κινείται γύρω από τον ήλιο έλεγε η παραδοχή στο Γαλιλαίο ακόμα κι όταν ο αδύναμος γέρος γονάτισε αρνούμενος την αλήθεια, καθώς σηκώθηκε ξανά είπε «και όμως κινείται» (γύρω από τον ήλιο). Καμία δύναμη δεν είναι αρκετά σπουδαία ώστε να μας αναγκάσει να απορρίψουμε τη σκέψη, ότι δυο φορές το δύο κάνει τέσσερα κι έτσι η αιωνόβια λέξη «παραδοχή» παραμένει ως εξής: «στέκομαι εδώ, δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο!» Η βάση μιας τέτοιας παραδοχής είναι ακλόνητη καθότι το αντικείμενο(δυο φορές το δύο κάνει τέσσερα κλπ) δεν επιτρέπει στον εαυτό του να κλονιστεί. Έχει μήπως η θρησκεία παρόμοια παραδοχή; Ασφαλώς, καθώς έχει επίσης ένα ακλόνητο Αντικείμενο με το οποίο είναι οχυρωμένη: ο καλλιτέχνης το έχει δημιουργήσει για σας και μόνο ο καλλιτέχνης μπορεί να το επανακτήσει για σας.
Η θρησκεία δεν περιέχει διάνοια. Δεν υπάρχει θρησκευτική διάνοια και ουδείς θα μπορούσε να ξεχωρίσει ταλαντούχους και μη-ταλαντούχους στη θρησκεία. Για τη θρησκεία ο καθένας έχει την ίδια ικανότητα, ικανότητα για την παραδοχή της τριάδας και της πυθαγόρειας θεωρίας εξίσου. Φυσικά δεν πρέπει να συγχέεται η θρησκεία με τη θεολογία, όπου δεν έχουν όλοι την ίδια ικανότητα, όπως ισχύει στα ανώτερα μαθηματικά και την αστρονομία, καθώς αυτά τα πράγματα απαιτούν ένα συγκεκριμένο επίπεδο υπολογισμού.
Μόνο ο ιδρυτής μιας θρησκείας είναι εμπνευσμένος, αλλά είναι επίσης ο δημιουργός Ιδανικών, χωρίς τη δημιουργία του οποίου κάθε επόμενη διάνοια θα ήταν αδύνατη. Όπου το πνεύμα εμπνέεται από κάποιο Αντικείμενο, η κίνησή του θα είναι πλήρως καθορισμένη από αυτό το Αντικείμενο. Αν μια ορισμένη αμφισβήτηση σχετικά με την ύπαρξη του θεού, σχετικά με αυτό το υπερβατικό αντικείμενο αναδυόταν στο θρησκευόμενο άτομο, τότε αυτό θα έπαυε να είναι θρησκευόμενο, περίπου όπως κάποιος που πιστεύει στα φαντάσματα θα έπαυε να είναι πιστός όταν οριστικά αμφισβητούσε την ύπαρξή τους.
Το θρησκευόμενο άτομο ενδιαφέρεται μόνο για τις «αποδείξεις της ύπαρξης του θεού» διότι βιαστικά καθώς δέθηκε στον κύκλο της πίστης, φύλαξε εσωτερικά την ελεύθερη κίνηση της κατανόησης και υπολογισμού. Εδώ, λέγω, το πνεύμα εξαρτημένο από ένα αντικείμενο, ζητά να το ερμηνεύσει, να το εξερευνήσει, να το νιώσει, να το αγαπήσει κ.ο.κ… Επειδή δεν είναι ελεύθερο και απ’ τη στιγμή, που η ελευθερία είναι η προϋπόθεση της διάνοιας, το θρησκευτικό πνεύμα δεν είναι εμπνευσμένο. Η εμπνευσμένη ευλάβεια δεν είναι πιο λαμπρή από κάθε άλλη βλάβη. Η θρησκεία είναι πάντα φιλόξενη για τους ανόητους, και κάθε μη-δημιουργικός μπούφος μπορεί και θα έχει πάντα μια θρησκεία, καθώς η απουσία δημιουργικότητας δεν φαίνεται να παρακωλύει την ισόβια εξάρτηση.
«Δεν είναι όμως η αγάπη η καθαρή ουσία της θρησκείας, και δεν είναι ολοκληρωτικά θέμα βίωσης και όχι παραδοχής;» Κι αν όμως είναι όντως θέμα της καρδιάς, είναι αναγκαστικά λιγότερο θέμα παραδοχής; Αν παρασέρνει ολόκληρη την καρδιά μου, είναι ζήτημα καρδιάς – αλλά αυτό δεν αποκλείει την παραδοχή μου, κι αυτό από μόνο του δεν είναι κάτι απαραίτητα καλό, αφού και το μίσος ή ο φθόνος είναι επίσης ζητήματα της καρδιάς. Η αγάπη είναι, πράγματι, μόνο ένα μέρος της παραδοχής, διαφορετικά όμως, μπορεί να διατηρήσει αψεγάδιαστο τον τίτλο της ως ζήτημα της καρδιάς. Σε κάθε περίπτωση η αγάπη δεν είναι ζήτημα λογικής, καθότι στο βασίλειο της λογικής υπάρχει πολύ λιγότερη αγάπη απ’ αυτήν που θα γιορταστεί σύμφωνα με το Χριστό στη βασιλεία των ουρανών. Φυσικά είναι επιτρεπτό να μιλούμε για μια αγάπη που ‘ξεπερνά την παραδοχή’, αλλά αυτή είναι τόσο πέρα από την παραδοχή, ώστε δεν αξίζει – όπως αυτό, που τόσο συχνά αποκαλείται αγάπη από όσους ερωτεύονται μια ελκυστική φάτσα – ή μπορεί να εμφανιστεί στο μέλλον, μια αγάπη που προς το παρόν βρίσκεται πέρα από την έκφραση της κατανόησης, αλλά ακόμα δεν έχει βρει την έκφρασή της.
Η παιδική αγάπη, κενή συνείδησης, γίνεται κατανοητή μόνο μέσα στον εαυτό της, και μεμονωμένα δεν είναι τίποτα χωρίς τα δεδομένα ζητήματα συνείδησης, τραβώντας τόσο μακριά όσο και η πορεία της ωρίμανσης του παιδιού και της κατανόησης του. Όσο το παιδί δεν δίνει σημάδια κατανόησης, δεν δείχνει – όπως μπορεί να διδαχθεί ο καθένας εμπειρικά – αγάπη. Η αγάπη του ξεκινά με τον φόβο – ή, αν επιθυμείτε, με το σεβασμό – εκείνου του Αντικειμένου, που θα ξεχωρίσει πρώτο από το γενικό χάος, που τα περιέχει όλα συμπεριλαμβάνοντας τους ανθρώπους, και στο οποίο θα προσηλωθεί περισσότερο απ’ ότι σε κάποιο άλλο. Το παιδί αγαπάει επειδή έλκεται από μια παρουσία, ένα πράγμα ή άτομο στα όρια της εξουσίας του ή στον ‘μαγικό του κύκλο’ αντιλαμβάνεται ξεκάθαρα πως το ον, που είναι η μητέρα του είναι ξεχωριστό από τα’ άλλα όντα ακόμη κι αν δε ξέρει πώς να εκφράσει αυτή την παραδοχή. Κανένα παιδί δεν αγαπά πριν οποιαδήποτε παραδοχή, και η πιο μεγάλη του αγάπη δεν είναι τίποτα παραπάνω απ’ αυτή την εσωτερικευμένη παραδοχή. Όποιος έχει παρατηρήσει προσεκτικά την αγάπη ενός παιδιού θα βρει αυτό το αξίωμα αληθές. Αλλά όχι μόνο διεγείρεται και βυθίζεται η αγάπη ενός παιδιού με την κατανόηση του Αντικειμένου της (όπως τόσο συχνά ονομάζεται, αξιοσημείωτα αλλά και χονδροειδώς το αγαπημένο πρόσωπο) (σ.τ.μ: gegenstandes στο πρωτότυπο: εννοεί την έκφραση:‘αντικείμενο της αγάπης’) αλλά και κάθε αγάπη. Με την εντύπωση μιας παρεξήγησης, η αγάπη διαρκεί πάνω-κάτω όσο κρατήσει αυτή (η παρεξήγηση), και μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την λέξη παρεξήγηση για να προσδιορίσουμε επακριβώς την παραφωνία, που αναστατώνει την αγάπη. Η αγάπη χάνεται και εξαφανίζεται, όταν ο ένας παρεξηγείται ολοκληρωτικά από τον άλλο: η παρεξήγηση είναι τότε τέλεια και η αγάπη παρελθόν.
Η αγαπημένη παρουσία είναι ένα απαραίτητο Αντικείμενο, ένας «Άλλος». Έτσι έχουν τα πράγματα με την παραδοχή, αυτήν την ιδιαίτερη πνευματική πράξη θρησκείας κι αυτό επειδή η παραδοχή υφίσταται μόνο σε σχέση μ’ ένα Αντικείμενο, μόνο ο συλλογισμός και η αφοσίωση και όχι η ελεύθερη, άναρχη «λογική» σκέψη, την οποία η θρησκεία θα αποκαλούσε και θα αφόριζε ως φιλοσοφική χίμαιρα Εφ’ όσον η κατανόηση προϋποθέτει ένα αντικείμενο ακυρώνεται αυτόματα η δράση της μόλις ανιχνεύσει περισσότερα από αυτό. Το ενδιαφέρον της για μια υπόθεση λήγει μαζί με την δράση της πάνω στην υπόθεση, και γι’ αυτό για να αφιερώσει εθελούσια τον εαυτό της και τις δυνάμεις της σε οτιδήποτε θα πρέπει αυτό να αποτελεί μυστήριο γι αυτήν. Αυτό ισχύει εξίσου γι΄ αυτόν που αγαπά και για τον αγαπώμενο.
Ο γάμος εξασφαλίζει μια βέβαιη αγάπη μόνο όταν στο ζευγάρι ανακαλύπτει ο ένας τον άλλο εκ νέου κάθε μέρα και όταν ανακαλύπτει ο ένας στον άλλο μια αστείρευτη πηγή ζωής, που αποτελεί ένα μυστήριο, ανεξερεύνητη και αχαρτογράφητη. Εάν δε βρίσκουν κάτι νέο ο ένας στον άλλο, η αγάπη εκφυλίζεται σε ανία και αδιαφορία. Η δραστηριότητα της κατανόησης όταν αδυνατεί να εξασκηθεί πάνω σ ένα μυστήριο επειδή το σκοτάδι του έχει διαλυθεί, αποστρέφεται τον ολότελα κατανοητό και ανούσιο πλέον Άλλο. Όποιος επιθυμεί να αγαπηθεί οφείλει να φροντίσει, όπως η έξυπνη γυναίκα, να μη προσφέρει όλη του τη γοητεία με την μία. Με μια ανανέωση κάθε πρωί η αγάπη μπορεί να διαρκέσει αιώνες! Η κατανόηση ασχολείται με αληθινά μυστήρια τα οποία εξελίσσει σε υποθέσεις της καρδιάς: το αληθινό άτομο μπλέκεται με θέματα κατανόησης κι έτσι αυτά μεταλλάσσονται σε υποθέσεις της καρδιάς.
Κι ενώ η τέχνη έχει δημιουργήσει το Ιδανικό για τον άνθρωπο και με αυτό προσφέρει στην αντίληψη του ανθρώπου ένα αντικείμενο για να αντιπαλεύει μια πάλη, που στην πορεία του χρόνου θα δώσει αξία στα ανυπόστατα αντικείμενα της κατανόησης, είναι συνεπώς δημιουργός της θρησκείας, και σ ένα φιλοσοφικό σύστημα – όπως αυτό του Χέγκελ – δε θα’ πρεπε να τοποθετείται κατόπιν της θρησκείας. Όχι μόνο έπλασαν οι ποιητές Όμηρος και Ησίοδος τους θεούς των Ελλήνων, αλλά και άλλοι ως καλλιτέχνες, εγκαθίδρυσαν θρησκείες, παρ’ όλο που κανείς θα δίσταζε να τους προσδώσει το επιπόλαιο όνομα ‘καλλιτέχνης’.
Η τέχνη είναι το ξεκίνημα, το Άλφα της θρησκείας, μα είναι επίσης και το τέλος της, το Ωμέγα. Ακόμα περισσότερο είναι η συντροφιά της. Χωρίς την τέχνη και τον ιδεαλιστικά δημιουργικό καλλιτέχνη η θρησκεία δε θα υπήρχε, αλλά όταν αυτός ο καλλιτέχνης επανοικειοποιείται την τέχνη του, η θρησκεία κατακρημνίζεται. Ωστόσο με αυτή την εκτροπή προφυλάσσεται καθότι αναζωογονείται. Όποτε η τέχνη προχωρεί, δημιουργεί μια θρησκεία και μένει στην πηγή της. Από την άλλη μεριά, η φιλοσοφία δεν γεννά ποτέ θρησκείες, γιατί ποτέ δεν παράγει μια μορφή, που μπορεί να παίξει τον ρόλο του αντικειμένου της κατανόησης και οι λεπτεπίλεπτες ιδέες της δεν προσφέρονται για αξιοσέβαστα αντικείμενα μαζικής λατρείας. Η τέχνη απεναντίας, είναι αναγκασμένη να ανασύρει από την μοναξιά της στο σιωπηλό σκοτάδι του υποκειμένου την καθαρή και τελειότερη μορφή του πνεύματος, την αρτιότερα εξιδανικευμένη έκφραση του ίδιου του πνεύματος, και να την αναπτύξει και να την αποδεσμεύσει ως ένα Αντικείμενο. Έτσι ο άνθρωπος βρίσκεται απέναντι σ’ αυτό το αντικείμενο, αυτή την επινόηση του πνεύματός του, το θεό, και ακόμα και ο καλλιτέχνης γονατίζει μπροστά του.
Σ’ αυτή τη δέσμευση και την εμπλοκή με το Αντικείμενο, η θρησκεία παίζει έναν ρόλο αντίθετο με της τέχνης. Στην τέχνη, ο κόσμος του καλλιτέχνη παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια μας ως ένα αντικείμενο, ένας κόσμος τον οποίο ο καλλιτέχνης ανέσυρε και συγκέντρωσε από την πλήρη δύναμη και τον ενδόμυχο πλούτο του, ένας κόσμος που θα ικανοποιήσει κάθε αληθινή ανάγκη και ανυπομονησία. Απ’ την πλευρά της η θρησκεία αγωνιά να επανακτήσει αυτόν τον κόσμο για τα ενδόμυχα του ανθρώπου, να τον τραβήξει στην πηγή του, να τον ξανακάνει υποκειμενικό. Η θρησκεία πασχίζει να συμφιλιώσει το Ιδανικό, ή θεό, με τον άνθρωπο, το υποκείμενο, και να απαλλάξει το θείο από τη σκληρή του Αντικειμενικότητα. Ο θεός προορίζεται για εσωτερίκευση – ‘όχι εγώ, αλλά ο χριστός κατοικεί μέσα μου’. Ο άνθρωπος, χωρισμένος από το Ιδανικό, μοχθεί να κερδίσει το θεό και τη χάρη του, και τελικά να μεταμορφώσει το θεό στον εαυτό του, και ο θεός, χωρισμένος από τον άνθρωπο, μπορεί να τον κερδίσει μόνο στη ‘βασιλεία των ουρανών’. Και οι δύο πλευρές αναζητούν και συμπληρώνουν έτσι η μία την άλλη. Ωστόσο δε θα συναντηθούν ποτέ, ούτε θα ενωθούν, γιατί έτσι η θρησκεία θα εξαφανιζόταν, γιατί η θρησκεία υφίσταται μόνο με αυτόν το διαχωρισμό. Ακολούθως, ο πιστός ζει για να ελπίζει σε τίποτα παραπάνω από ένα μελλοντικό τετ-α-τετ.
Ακόμα όμως, η τέχνη συντροφεύει τη θρησκεία, καθώς η εσωτερικότητα του ανθρώπου επεκτείνεται με τον αγώνα με το αντικείμενο και στην διάνοια του καλλιτέχνη ξεσπά προς μια νέα έκφραση και το Αντικείμενο γίνεται περισσότερο προσιτό και κατανοητό. Ευτυχώς σπάνια μια γενιά πέρασε χωρίς ένα τέτοιο διαφωτισμό εκ μέρους της τέχνης. Τουλάχιστον, όμως, η τέχνη θα παρασταθεί στον ενταφιασμό της θρησκείας. Ήρεμη και σίγουρη, η τέχνη θα διεκδικήσει τον εαυτό της για μια ακόμα φορά, κι έτσι θα στερήσει από το Αντικείμενο την αντικειμενικότητά του, την «άλλη πλευρά» του, και θα το απελευθερώσει από την μακρόβια θρησκευτική του φυλακή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η τέχνη δεν θα εμπλουτίσει το Αντικείμενο για μια ακόμα φορά αλλά θα το καταστρέψει ολοκληρωτικά. Διεκδικώντας την δημιουργία της, η τέχνη ξαναβρίσκει τον εαυτό της και ανανεώνει τη δημιουργική της δύναμη. Εμφανίζεται, στην παρακμή της θρησκείας, σαν μια λεπτομέρεια με όλη τη σοβαρότητα της παλιάς πίστης, μια σοβαρότητα με περιεχόμενο που η θρησκεία πλέον έχει χάσει, και η οποία πρέπει να επιστρέψει στον χαρούμενο ποιητή. Πλέον η θρησκεία εμφανίζεται σαν μια γελοία κωμωδία.
Τώρα όσο τρομακτικό κι αν είναι το έγκλημα αυτής της κωμωδίας δε θα επαναφέρει στην πραγματικότητα αυτό που δεν σκέφτεται παρά να καταστρέψει. Κι έτσι δεν επιλέγουμε εμείς να καταδικάσουμε την φρίκη της! Η τέχνη δημιουργεί ένα νέο Ιδανικό, ένα νέο Αντικείμενο και μια νέα θρησκεία. Ποτέ δε ξεπερνά το χτίσιμο μιας θρησκείας. Το πορτραίτο του Χριστού του Ραφαήλ τον εκθέτει σ’ ένα τέτοιο φως, ώστε θα μπορούσε να είναι η βάση μιας νέας θρησκείας – μιας θρησκείας του βιβλικού Χριστού τοποθετημένου υπεράνω όλων των ανθρώπινων υποθέσεων.
Από την πρώτη στιγμή που η ακατάπαυστη κατανόηση ξεκινά τον μακρύ δρόμο της στο στοχασμό πάνω σ ένα νέο Αντικείμενο, βαθαίνει σταθερά στις σκέψεις της μέχρις ότου τελικά ξαναγυρίζει στον εαυτό της, στην εσώτερη φύση της. Με την ειλικρινή αγάπη βυθίζεται στον εαυτό της και καταπιάνεται με τις δικές της αποκαλύψεις και εμπνεύσεις. Ακόμα και τότε όμως, αυτή η θρησκευτική κατανόηση είναι τόσο φλογερά ερωτευμένη με το ίδιο της το Αντικείμενο που οφείλει να έχει ένα άσβεστο μίσος για όλα τα άλλα – το θρησκευτικό μίσος είναι αδιαχώριστο από την θρησκευτική αγάπη. Όποιος δεν πιστεύει στο Αντικείμενο, είναι ένας αιρετικός και όποιος δεν είναι πραγματικά θρήσκος, υποθάλπει την αίρεση.
Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι ο Φίλιππος ο Β΄ της Ισπανίας είναι πιο θρήσκος από τον Ιωσήφ τον Β΄ της Γερμανίας, και ότι ο Χέγκστενμπεργκ είναι αληθινά θρήσκος ενώ ο Χέγκελ όχι και τόσο; Στην εποχή μας η παρουσία του μίσους έχει μειωθεί στην έκταση, που η αγάπη στο θεό έχει αποδυναμωθεί. Μια αγάπη στον άνθρωπο έχει διεισδύσει, που δεν είναι από θεϊκή ευλάβεια παρά μάλλον από κοινωνική ηθικότητα. Ενδιαφέρεται περισσότερο για το καλό του ανθρώπου παρά για του θεού. Στ’ αλήθεια ο ανεκτικός Φρειδερίκος ο Μέγας δεν μπορεί να χρησιμεύσει σαν υπόδειγμα θεϊκότητας, αλλά χρησιμεύει μια χαρά σαν πρότυπο για την ανθρωπότητα. Οποιοσδήποτε υπηρετεί έναν θεό οφείλει να τον υπηρετεί τέλεια. Είναι, για παράδειγμα, ένα διαστρεμμένο και παράλογο αίτημα του χριστιανού να τον έχει να μην αλυσοδένει τους Ιουδαίους – καθότι ακόμα και ο Χριστός, με την αγνή καρδιά, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο, γιατί θα ήταν αδιάφορος προς την θρησκεία του, ή θα προχωρούσε απερίσκεπτα.
Αν ο χριστιανός ήταν να κατανοούσε τις προσταγές της θρησκείας του, θα απέκλειε τους Ιουδαίους από τα χριστιανικά δικαιώματα, ή πράγμα που είναι το ίδιο από τα δίκαια ενός χριστιανού – και πάνω απ’ όλα, από τις υποθέσεις του κράτους. Κι αυτό είναι έτσι ώστε η θρησκεία να είναι για τον καθένα κάτι παραπάνω από μια χλιαρή επιθυμία - σε μια σχέση διαχωρισμού.
Κι εδώ βρίσκεται η σύμπλευση της τέχνης με τη θρησκεία. Η τέχνη δημιουργεί το Ιδανικό και σηματοδοτεί το ξεκίνημα της θρησκείας. Η θρησκεία φτιάχνει στο Ιδανικό ένα μυστήριο, και εμμένοντας στο Αντικείμενο και εξαρτώντας το από τον εαυτό του, το ενώνει μαζί του σε μια εσωτερική θεικότητα. Αλλά όταν το μυστήριο ξεδιαλύνεται και το ξένο και εξωτικό στοιχείο αφαιρούνται και η επίσημη θρησκεία καταστρέφεται, τότε έρχεται η σειρά της κωμωδίας να επιτελέσει το καθήκον της. Η κωμωδία επιδεικνύει ανοιχτά την κενότητα, ή καλύτερα το ξεφούσκωμα του Αντικειμένου, απελευθερώνει τον άνθρωπο από την παλιά του πίστη και από την εξάρτησή του απ’ αυτό το εξαντλημένο ον. Η κωμωδία, όπως αρμόζει στην ουσία της, εισβάλει σε κάθε ιερό έδαφος, ακόμα και στην ιερότητα του γάμου και γι’ αυτό ο γάμος δεν αποτελεί πια ιερό. Είναι περισσότερο μια κενή νοήματος μορφή, την οποία ο άνθρωπος πρέπει να αποβάλει. Αλλά ακόμα και η κωμωδία όπως όλες οι τέχνες, προηγείται της θρησκείας, καθότι κάνει χώρο για την νέα θρησκεία, γι’ αυτήν που θα σχηματιστεί.
* * *
Η τέχνη γεννά το Αντικείμενο, και η θρησκεία ζει μόνο προσκολλώμενη σ’ αυτό το Αντικείμενο, αλλά η φιλοσοφία θέτει εαυτόν ξεκάθαρα πέρα και από τα δύο. Δεν μπερδεύεται μ’ ένα Αντικείμενο, όπως η θρησκεία, ούτε δημιουργεί ένα όπως η τέχνη, αλλά κονιορτοποιεί όλες τις δημιουργίες αντικειμένων καθώς και το ίδιο το πνεύμα των Αντικειμένων, κι έτσι αναπνέει τον αέρα της ελευθερίας. Ο θεός, για τον φιλόσοφο, είναι τόσο αδιάφορος όσο και μια πέτρα – ο φιλόσοφος είναι φανατικός άθεος. Εάν ασχολείται με το θεό, δεν δείχνει ευλάβεια, παρά απόρριψη, καθότι αναζητεί μόνο τον Λόγο που έχει κρυφτεί σε κάθε μορφή, και αυτό μόνο υπό το φως του λόγου. Ο λόγος μόνο αναζητεί τον εαυτό του, μόνο αυτός προβληματίζει τον εαυτό του, αγαπά μόνο τον εαυτό του. Κι έτσι με ένα σωστό ένστικτο, ο Νέαντερ διακήρυσσε τον ‘θάνατο του θεού των φιλοσόφων’ Αλλά μιας και βρίσκεται πέραν του θέματος μας, ας μην ασχοληθούμε άλλο με τη φιλοσοφία ως τέτοια.
Mαξ Στίρνερ
*Αναδημοσίευση από http://freeinquiry.gr
http://freeinquiry.gr/pro.php?id=637
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου