Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Τεχνική και επιστήμη ως ιδεολογία - Συμβολή στη σκέψη του Χ. Μαρκούζε

του Κωστή Τασολάμπρου 

«Μόνο η μετακριτική  παρέχει σε ένα φιλόσοφο τη τιμή της κριτικής»[1] αναφέρει στην εισαγωγή του βιβλίου «Κριτική της φιλοσοφίας του Μαρκούζε»  ο Χάμπερμας. Μια ιδιαίτερα ορθή τοποθέτηση, όταν κάνουμε λόγο για ένα φιλόσοφο όπως ο Μαρκούζε, του οποίου η θεωρητική προσπάθεια κατευθύνθηκε στη δημιουργία νέων εργαλείων για την ανάλυση και την υπέρβαση της καπιταλιστικής κοινωνίας και όχι στην δημιουργία ενός συστήματος καθολικής αποδοχής και αλήθειας.

Τεχνολογία, τεχνική, επιστήμη: τεχνολογικός ορθολογισμός κατά τον Μαρκούζε

Στις σύγχρονες κοινωνίες του 20ου αιώνα (κι ενώ έχει ήδη ξεκινήσει η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη) ο καπιταλισμός σε όλες του τις μορφές έχει κυριαρχήσει επιβάλλοντας τους δικούς του όρους και κανόνες. Αυτό σημαίνει ότι η καπιταλιστική ιδεολογία και πράξη έχει αναδομήσει την κοινωνία προσαρμόζοντας την στις επιταγές της. Έχει θεσμοποιήσει νέες λειτουργίες, ενώ έχει εξολοθρεύσει κάθε αντίθετη προς αυτήν τάση. Για να το καταφέρει αυτό, όμως, συνέβαλαν πολιτικές και ιστορικές μεταβολές που κέντρισαν τα συγκεντρωτικά αντανακλαστικά της υπάρχουσας κοινωνίας. Ταυτόχρονα, κλονίστηκε και ο άνθρωπος, αφού ο ίδιος αποτελεί μέρος της κοινωνίας και συμβαδίζει με τις κάθε είδους ηθικοκοινωνικές μεταβολές[1]. Έτσι, η ζωτική συνιστώσα της κοινωνίας, ο άνθρωπος, έγινε μονοδιάστατος στα πλαίσια πάντα μιας μονοδιάστατης κοινωνίας.
Για να φθάσει, όμως, εκεί η κοινωνία δημιουργήθηκε ένας νέος προηγμένος τεχνολογικός πολιτισμός που μετέτρεψε άρδην και τη δομή της κοινωνίας. Η παραγωγική διαδικασία αυτοματοποιήθηκε με στόχο την τεχνική τελειοποίηση. Με την σειρά της η τεχνολογία τέθηκε υπό την υπηρεσία του κεφαλαίου προσφέροντας με το αζημίωτο μεγαλύτερη αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα. Συνεπώς, οι εργασιακές σχέσεις μεταβλήθηκαν και αυταρχικοποιήθηκαν. Ο άνθρωπος μετατράπηκε στο μέσο για την επίτευξη του σκοπού που έθεσε ο καπιταλισμός. Έτσι, η βιομηχανοποιημένη κοινωνία είναι μια νέα μορφή κοινωνικού και ατομικού ελέγχου.
Με τις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην εργασία ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπολογιστεί ξέχωρα από την μηχανοποιημένη διαδικασία[2]. Ο Μαρκούζε σημειώνει ότι «η δύναμη της μηχανής δεν είναι ουσιαστικά παρά η ανθρώπινη συσσωρευμένη και εφαρμοσμένη»[3]. Ο άνθρωπος, δηλαδή, παράγει τα αγαθά που μετέπειτα καλείται να αποκτήσει. Ωστόσο, η αντίφαση γίνεται βαθύτερη αν υπολογισθεί η αναγκαιότητα όλων των αγαθών που αποκτά (ή καλείται να το κάνει) ο άνθρωπος, γιατί από εκεί ξεκινά η αλλοτρίωσή του.
Η τεχνοκρατία και η μηχανοποιημένη θέσμιση της κοινωνίας είναι μέσα της εξουσίας, η οποία διαχειρίζεται κατά το δοκούν τους τεχνικούς και επιστημονικούς μηχανισμούς της βιομηχανοποιημένης κοινωνίας με στόχο τη διατήρηση και την εξάπλωσή της.
Για να το πετύχει αυτό πρέπει να εξασφαλίσει τη συναίνεση του ανθρώπου. Οπότε, μετέτρεψε τους ανθρώπους σε «μάζες» και τις μάζες σε «κοινή γνώμη» συμβάλλοντας σημαντικά στην αλλοτρίωση και στον ετεροκαθορισμό του ατόμου. Στα πλαίσια της ατομικής αλλοτρίωσης περιλαμβάνεται και η δημιουργία ψευδών (ή περιττών) αναγκών.
Σήμερα η κοινωνική θέσμιση είναι αρμοδιότητα του τεχνοκρατικού ολοκληρωτισμού[4] και όσων τον ελέγχουν αδιαφορώντας για τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και των μελών της. Αντ’αυτού δημιουργούνται πλαστές ανάγκες που προσαρμόζονται στους ήδη κατασκευασμένους θεσμούς.
Ως ψευδείς/πλαστές ανάγκες ο Μαρκούζε ορίζει «αυτές που ιδιαίτερα κοινωνικά συμφέροντα επιβάλλουν στον άνθρωπο»[5]. Αυτομάτως, ο άνθρωπος ικανοποιώντας τες απολαμβάνει μια πρόσκαιρη ψευδοευημερία[6] τόσο αναληθή όσο και η αναγκαιότητά του να τις ικανοποιήσει. Μάλιστα, το άτομο νιώθει ανολοκλήρωτο αν δεν καλύψει τις ανάγκες αυτές, κι αυτό γιατί η διαρκής εντατικοποίηση επιβολής πλαστών αναγκών επιφέρει μια ιδιότυπη ταύτιση ατόμου-αγαθού. «Οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους στα εμπορεύματα»[7]. Για να καλύψουν της έλλειψη πραγματικότητας ζωής καταναλώνουν αντικείμενα.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Μαρκούζε, η έννοια «πλαστότητα» των αναγκών δηλώνει μια αντικειμενική και διακριτή ιδιότητα[8]. Και εν τέλει, ο άνθρωπος είναι ο μόνος αρμόδιος για να κατηγοριοποιήσει τις ανάγκες το σε «αληθείς» και «ψευδείς». Στο σημείο αυτό, όμως, υπάρχει ένα εμπόδιο: πώς και μέχρι ποιο βαθμό μπορεί ένα αλλοτριωμένο και ετερόνομο άτομο να καθορίσει τα δικά του κριτήρια[9]. Συνεπώς, προκύπτει η ανάγκη της απελευθέρωσης, αλλά για να συμβεί αυτό είναι απαραίτητη η συνειδητοποίηση της δουλείας. Και όπως προειπώθηκε, η θέληση για ελευθερία εγκλωβίζεται στα στενά πλαίσια κατανάλωσης που θέτουν οι κυριαρχικές τάσεις.
Έτσι, ξεπροβάλλει ένας συνεχώς μεταβλητός ως προς τη μορφή ολοκληρωτισμός. Ο σύγχρονος βιομηχανοποιημένος τρόπος λειτουργίας της κοινωνίας περιορίζει (ή ακόμα και εξαλείφει) κάθε μεταρσίωση του νου και κάθε απελευθερωτική πρόθεση, γι’ αυτό και εκλαμβάνει χαρακτηριστικά ατομικού και κοινωνικού ελέγχου[10].

Κυριαρχία πάνω στην φύση

Ένας σημαντικός παράγοντας στο μετασχηματισμό των δεδομένων είναι η φύση ως «πρωτογενές αντικείμενο της τεχνικής»[11]. Η φύση[12] αποτελεί (ή θα έπρεπε να αποτελεί) σύμμαχο του ανθρώπου στην πάλη για την απελευθέρωση[13] ως μια ιστορική οντότητα[14]. Όπως, όμως, είναι διαμορφωμένα τα πράγματα από την κατεστημένη εξουσία, η φύση έχει μετατραπεί σε μια ακόμη πτυχή του κοινωνικού ελέγχου, αποτελώντας τροχοπέδη στην απελευθέρωση. «Η ειρήνευση έχει σαν απαραίτητη προϋπόθεση την υπερνίκηση της αντίστασης της φύσης που είναι, και παραμένει, το αντικείμενο που αντιστέκεται στο υποκείμενο που ενεργεί»[15]. Ο άνθρωπος δεν μπορεί πλέον να βρει τον εαυτό του στη φύση κι αυτό είναι μια επιπλέον ένδειξη αλλοτρίωσης και υποδούλωσης από την κυριαρχία. Η γενεσιουργός αιτία αυτών έχει κοινωνικοπολιτική απόχρωση και έγκειται στην εκβιομηχανοποιημένη κοινωνία του καπιταλιστικού συστήματος.
Έτσι, από την κυριαρχία της φύσης που οδηγεί στην κυριαρχία του ανθρώπου προκύπτει το ζήτημα της απελευθέρωσης της φύσης που θα συμβάλει στην απελευθέρωση του ανθρώπου[16]. Ο άνθρωπος είναι σε θέση να μετασχηματίσει τη φύση ως ιστορικό και εμπειρικό δεδομένο είτε υποδουλώνοντάς την είτε απελευθερώνοντάς την. Ενώ η εξουσία έχει επιδιώξει το πρώτο, την υποδούλωση, το ζητούμενο είναι ο ιστορικός μετασχηματισμός για την απελευθέρωση της φύσης από «τον πρωτογονισμό της, την ανεπάρκειά της και την τυφλότητά της»[17]. Αυτό δεν σημαίνει να επιστρέψει η κοινωνία στο προ-τεχνολογικό της στάδιο, αλλά να μετασχηματίσει το ρόλο και την έννοια της φύσης και να την επαναφέρει στην αληθινή της διάσταση, η οποία είναι να συνυπάρχει αρμονικά με τον άνθρωπο σε έναν κοινό κόσμο, διατηρώντας την ίδια τεχνολογική γνώση.  
[1] Συλλογικό, κριτική της φιλοσοφίας του Μαρκούζε, σελ 5«Με την θεσμοποίησή τους και την ενσωμάτωσή τους στη κοινωνία, οι ελευθερίες και τα δικαιώματα συμμερίστηκαν τη τύχη αυτής της κοινωνίας» (Χ. Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, σελ. 33).

[2] Ωστόσο, ο άνθρωπος παραβλέπεται ως προς τη παραγωγικότητα. Στις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες αυτό που υπολογίζεται είναι η απόδοση της μηχανής. Αυτομάτως, η εργασία από δημιουργία έγινε αριθμός και υπολογισμοί.

[3] Χ. Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, σελ. 35.

[4] Ερμηνεύοντας τον όρο «ολοκληρωτισμός» ο Μαρκούζε αναφέρει: «Ο ολοκληρωτισμός δεν είναι μόνο μια ορισμένη μορφή κυβέρνησης ή κόμματος. Είναι ακόμα κι ένα ειδικό σύστημα παραγωγής και διανομής» (Χ.Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, σελ. 35).

[5] Χ. Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, σελ. 36.

[6] Μια «ευφορία μέσα στη δυστυχία», σημειώνει ο Μαρκούζε (Χ. Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, σελ. 36).

[7] Χ. Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, σελ. 39.

[8] Βλ. Χ. Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, σελ. 37

[9] «Όσο δεν έχουν καμία αυτονομία, όσο είναι ετερόφωτα κι ετεροκαθοριζόμενα, η απάντηση που θα δίνουν δεν θα μπορεί να θεωρηθεί σαν δική τους» (Χ. Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, σελ. 37).

[10] «Ο κοινωνικός έλεγχος γέννησε την ακατάπαυστη ανάγκη να παράγεται και να καταναλώνεται το περιττό, την ανάγκη της αποκτηνωτικής δουλειάς που δεν είναι πραγματικά αναγκαία» (Χ. Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, σελ. 38).

[11] Χ. Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, σελ. 236.

[12] Να σημειωθεί εδώ ότι ο Μαρκούζε αναφέρεται α) στην ανθρώπινη φύση (στις «πρωταρχικές παρορμήσεις και αισθήσεις του ανθρώπου») και β) στην εξωτερική φύση (στο «υπαρξιακό περιβάλλον του ανθρώπου»).

[13] «Υπάρχουν δυνάμεις στη φύση […] που θα μπορούσαν να ενισχύσουν και να προάγουν την απελευθέρωση του ανθρώπου» (Χ. Μαρκούζε, Αντεπανάσταση και εξέγερση, σελ. 65).

[14] «Η φύση είναι τμήμα της ιστορίας, ένα αντικείμενο της ιστορίας» (Χ. Μαρκούζε, Αντεπανάσταση και Εξέγερση, σελ. 60).

[15] Χ. Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, σελ. 236.

[16] Την εν λόγω σύνδεση απελευθέρωσης φύσης-ανθρώπου την έχει εκφράσει, σύμφωνα με τον Μαρκούζε, το ριζοσπαστικό οικολογικό κίνημα.

[17] Χ. Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, σελ. 238.

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Το ταξίδι της οικονομική κρίσης από τη κατανάλωση στον πολιτισμό: η κοινωνία μπροστά στη κρίση

του Θοδωρή Τζίμα

Είναι πασιφανές το γεγονός ότι η παγκόσμια κοινότητα βιώνει καιρούς δύσκολους. Ξαφνικά όλος ο κόσμος ασχολείται με αυτήν την -πώς την είπαμε;- οικονομική κρίση. Στη καλύτερη των περιπτώσεων όσοι έχουν ακούσει λίγο παραπάνω Πρετεντέρη θα την ονομάσουν χρηματοπιστωτική κρίση. Φοβερή σύλληψη… Δεν είναι και μικρό πράγμα να αντιλαμβάνεσαι εν έτη 2011 ότι ο καπιταλισμός έχει αντιφάσεις. Βέβαια καταλάβαμε και πολλά άλλα. Για παράδειγμα, είδαμε να καταρρέει σαν χάρτινος πύργος το περίφημο «κράτος πρόνοιας» ή να μαθαίνουμε –κάπως πιο πρακτικά, είναι η αλήθεια– τι είναι η υπεραξία. Μάλιστα κάποιοι πιο κακεντρεχείς είπανε ότι οι πολιτικοί ρήμαξαν το δημόσιο χρήμα.
Βέβαια, πριν το 2011, το επίσημο έτος οικονομικής κρίσης, όλα πήγαιναν μια χαρά. Η ελληνική προσφυγιά πρόκοψε στο εξωτερικό, η χούντα έπεσε, 11.000.000 κόσμος δηλώνει ότι ήταν στο Πολυτεχνείο. Η μεταπολίτευση μας δίδαξε δημοκρατία κι ύστερα ήρθε το ΠΑΣΟΚ της αλλαγής και μας δίδαξε σοσιαλισμό. Ο δημόσιος τομέας γνώρισε στιγμές δόξας: η μισή Ελλάδα διορίστηκε. Κι επειδή εμείς οι Έλληνες ως λαός είμαστε και φιλότιμοι, ποτέ δεν αρνηθήκαμε και κάποιες extra εξυπηρετήσεις. Τι πήγε στραβά; Λεφτά υπήρχαν…
Για να πάμε λοιπόν λίγο πίσω να τα πάρουμε από την αρχή. Αν υποθέσουμε ότι μια σοβαρή προδιάθεση για την εν λόγω παρακμιακή φάση του ύστερου μετακαπιταλισμού υπήρχε εδώ και χρόνια μπροστά στα μάτια μας, πώς γίνεται να μην πήραμε χαμπάρι; Μήπως μας εμπόδισε κάποιας μορφής ανικανότητα; Μήπως κάποια τύφλωση; Ή μήπως η ασυναρτησία του πολιτικού λόγου; Θα μπορούσε επίσης να είναι η απονοηματοδότηση κάθε πολιτικής σκέψης και η απαξίωση της πολιτικής δράσης. Θα μπορούσαν να είναι και όλα αυτά μαζί.


Ανεξάρτητα από όσα έλεγε ο Μαρξ, ο Έγκελς, ο Μπακούνιν και η πλειοψηφία της πολιτικής σκέψης στα τέλη του 19ου αιώνα θα χρειαστεί σχεδόν ενάμισης αιώνας για να εκτιμήσει ο καπιταλισμός την ιδιαίτερη σημασία της ισορροπίας. Ισορροπία στα πάντα, ακόμη και στη σχέση παραγωγής και κατανάλωσης. Κάπου εκεί όμως χάθηκε κι ο μπούσουλας. Η τάση του καπιταλισμού για αέναη διεύρυνση του κέρδους δεν θα μπορούσε να αντέξει πολύ με την συνεχώς αυξανόμενη ανεργία, τη στασιμότητα του βιοτικού επιπέδου και τη διαπλάτυνση (έως ξεχείλωμα) της λεγόμενης μεσαίας τάξης. Το γεγονός ότι λόγω οικονομικών συγκυριών δεν υπάρχουν πόροι και δυναμική στη κοινωνική βάση να δώσει το υπερ-κέρδος είναι μόνο η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή βρίσκεται στην αναγωγή του καταναλωτισμού ως υπέρτατη αξία, ως εγγενές πολιτισμικό στοιχείο.
Ο καπιταλισμός –σωστά– αντελήφθη ότι η βασική του τροφοδοσία περνά μέσα από τη κατανάλωση. Παρόλα αυτά πρέπει να δούμε τον καπιταλισμό και τον καταναλωτισμό ως δύο έννοιες αυθύπαρκτες. Η αντίληψη των ορθόδοξων μαρξιστών, αλλά και μεγάλης μερίδας αναρχικών που ταυτίζει τον καταναλωτισμό με τον καπιταλισμό και την εμπορευματοποίηση είναι σχεδόν επιφανειακή και έχει τέτοιο βάρος ικανό να οδηγήσει σε λαθεμένα συμπεράσματα και προοπτικές. Μπορούμε οπωσδήποτε να τα θεωρήσουμε αλληλοτροφοδοτούμενα μεγέθη και προϋπόθεση του ενός για το άλλο. Όμως, τα πλαίσια του καθενός είναι αυτόνομα.
Πρέπει να δούμε τον καταναλωτισμό ως ένα μοντέλο συμπεριφοράς, εγγενές πλέον στη φύση του σύγχρονου ανθρώπου, αλλά και ως μια αξιακή μονάδα μέτρησης. «Δεν κερδίζεις επειδή αξίζεις – Αξίζεις επειδή κερδίζεις». Όπως και στην ομηρική εποχή, επιστρέφουμε στη λογική που θέλει άξιο και δυνατό αυτόν που έχει και εξουσιάζει πολλές μονάδες. Με αυτόν τον τρόπο, ο καταναλωτισμός ανάγεται σε μια αέναη διαδικασία ύπαρξης του υποκειμένου. Αυτό συνεπάγεται έναν διαρκή αγώνα απόκτησης αγαθών, στη πλειοψηφία τους άχρηστα. Ταυτόχρονα, η αδυναμία απόκτησης –λόγω αντικειμενικών συνθηκών– φέρνει το άτομο σε μειονεκτική θέση, αδύνατο να ακολουθήσει τον ρυθμό της «καταξιωμένης» κοινωνίας, και συνοδεύεται συχνά από απογοήτευση, αίσθημα μικρότητας και γενικότερα ένα ψυχολογικό βάρος.


Επομένως, είναι ο καταναλωτισμός ιδεολογία; Έχει τον ρόλο που είχε παλιότερα η θρησκεία; Ο Γκυ Ντεμπόρ, ο Μποντιγιάρ ή ο Μπένγιαμιν (για άλλους λόγους) απαντούν πως ναι, είναι. Αν όμως ο καταναλωτισμός είναι όντως θρησκεία, τότε οι άνθρωποι-πιστοί θα ακολουθούσαν τυφλά τις προσταγές-τελετουργικό και θα απολάμβαναν την θέωση. Ακόμα, θα έπρεπε να είναι ένα ομοιογενές, συνεκτικό και στιβαρό σύστημα που πρώτα από όλα θα δημιουργεί ένα ορισμένο πλέγμα διαυγασμένων σημασιών, ικανό να δώσει νόημα στη καθημερινή ζωή. Όπως θα δούμε και παρακάτω ο καταναλωτισμός όχι μόνο δεν δίνει νόημα στην ύπαρξη, αλλά το αφαιρεί όπου υπάρχει. Γιατί οι άνθρωποι ακόμη κι έτσι αδυνατούν να λειτουργήσουν και να ανταποκριθούν θετικά στις σύγχρονες καταναλωτικές κοινωνίες. Η θρησκεία οποιασδήποτε φυσιολογίας δίνει μέθοδο, μέσον και όραμα (έστω και φανταστικό) στον πιστό ικανοποιώντας τους φόβους και τη ματαιοδοξία του. Ο καταναλωτισμός όμως δεν δίνει απαντήσεις. Το αντίθετο.
Στα πλαίσια του καταναλωτισμού εντάσσεται και η γενικότερη υπεραπλούστευση της καθημερινής ζωής. Σήμερα μπορεί κανείς να αποκτήσει μέχρι και το πιο άχρηστο –αντικειμενικά– αγαθό και μάλιστα να είναι πανευτυχής για την αγορά του. Για να το διαπιστώσουμε αρκεί μια γρήγορη ματιά στους χώρους του σπιτιού μας. Από 3-4 ξεχασμένες συσκευές κινητών τηλεφώνων μέχρι μηχάνημα που βγάζει τα κουκούτσια από τα φρούτα. Προϊόντα που φαίνονταν απίστευτα ωραία, αλλά μόνο τις πρώτες 5 μέρες. Γιατί το φετίχ δεν είναι το ίδιο το προϊόν, αλλά η απόκτησή του. Πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τον απαράδεκτα χυδαίο, νεωτερικό όρο “shopping therapy”;


Εν τούτοις, η υπεραπλούστευση αυτή δεν περιορίζεται στο οικονομικό κομμάτι, αλλά εξαπλώνεται σε όλη τη σφαίρα της κοινωνικής λειτουργίας. Ο σχετικισμός έχει καταστεί ένα ασαφές και λανθάνον πρότυπο. «Έλα μωρέ όλα σχετικά είναι». Δηλαδή, όλα πάνω κάτω ίδια είναι. Όλα κοινότοπα. Έτσι, τα γυναικεία lifestyle περιοδικά κυκλοφορούν με δώρο βιβλία του Ουμπέρτο Έκο ή του Αλμπέρ Καμύ. Τηλεπερσόνες συζητάνε (σοβαρά) για θέματα φιλοσοφίας. Ο κάθε μαϊντανός που τόσα χρόνια γελοιοποιούνταν στα πρωινάδικα έχει άποψη για τη πολιτική με τον ίδιο τρόπο που έχουν άποψη για την οικονομία όλες εκείνες που είδαμε έστω και μια φορά να ξεφωνίζουν στα δελτία του Star «Μύκονοοοος!». Πώς λέγεται άραγε όλο αυτό το σουρεάλ σκηνικό; «Βαθμιαίο άδειασμα σημασιών, απονοηματοδότηση θεσμών, ξεχαρβάλωμα εννοιών, αποσύνθεση του λόγου», θα έλεγε κάποιος προβοκάτορας. «Αφού τα παιδιά περνάν καλά, εσένα τι σε πειράζει;», θα πει κάποιος άλλος. Κι ακριβώς εδώ βρίσκεται η καρδιά του ζητήματος.
Η απονοηματοδότηση της καθημερινής ζωής και η κενότητα νοήματος ζωής σχηματοποιείται ενδεικτικά, μα πολύ πειστικά, στον τρόπο μαζικής διασκέδασης. Γιατί το παν είναι να περνάς καλά. Ή τουλάχιστον να λες ότι περνάς καλά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι τηλεοπτικές διαφημίσεις. Βέβαια, κάνοντας μια μικρή παρέκβαση, αξίζει να σημειωθεί ότι οι διαφημίσεις δεν παραπλανούν τον θεατή. Αν υπήρχε τέτοια αντίφαση τα κοινωνικά αντισώματα θα είχαν ξεμπερδέψει με τις διαφημίσεις προ πολλού. Οι διαφημίσεις όμως δεν είναι άσχετες με τη κοινωνική επιθυμία. Αντίθετα, λένε στον θεατή αυτό που θέλει να ακούσει για να πειστεί. Ας δούμε λοιπόν τι μας λένε μερικές από αυτές: 
  • (μπισκότα) κάθε φορά που ο νεαρός πρωταγωνιστής τρώει μπισκότα οι ρόλοι αντιστρέφονται ικανοποιώντας όλες τις επιθυμίες του σε βαθμό τέτοιον ώστε η μητέρα του να τον μαλώνει για να βάλει σκουλαρίκι.
  • (αλκοοολούχο ποτό) ο πρωταγωνιστής πίνει το ποτό και αυτομάτως κλωνοποιείται και φλερτάρει με δύο γυναίκες ταυτόχρονα. 
  • (αναψυκτικό) ο πρωταγωνιστής έχει ξεχαστεί για το ραντεβού του, αλλά μόλις πιεί από το αναψυκτικό έρχονται τα πάνω κάτω, μετατρέπεται σε σούπερ ήρωα και καταφέρνει τα πάντα, έχοντας φυσικό ως έπαθλο μια καλλίγραμμη γυναίκα.
  • (αποσμητικό) ο πρωταγωνιστής βάζει το αποσμητικό και αυτομάτως μετατρέπεται σε σοκολάτα που λαχταρούν όλες οι γυναίκες κυνηγώντας τον.
  •  (αυτοκίνητο) μια παρέα νέων ξεφαντώνει μέχρι το ξημέρωμα που τους βρίσκει ημιλιπόθυμους εντός κι εκτός αυτοκινήτου. Το σλόγκαν τα λέει όλα: «Έλα κι εσύ στο πάρτι της ζωής σου»…
Η ζωή λοιπόν είναι ένα πάρτι, γι΄αυτό κι εμείς πρέπει να κάνουμε κάτι που θα μείνει στη μνήμη μας, το οποίο φυσικά σχετίζεται με τη διασκέδαση χωρίς όρια. Γιατί έτσι πρέπει: να βλέπουν όλοι ότι γλεντάμε, να ξέρουν ότι περνάμε καλά. Ας ρωτήσουμε έναν οποιονδήποτε πρωτοετή φοιτητή πώς περνάει στη πόλη που πήγε. Εκτός απροόπτου θα μας απαντήσει ενθουσιωδώς πόσο καλά περνάει. Στη τελική, ας δούμε τι είδους φωτογραφίες ανεβάζει η πλειοψηφία στις σελίδες «κοινωνικής δικτύωσης»: σε στιγμές αχαλίνωτης διασκέδασης, σε παραλίες, σε νυχτερινά μαγαζιά (αυτοί που έχουν φωτογραφίες το μηχανάκι ή το αυτοκίνητο τους απαλλάσσονται ως ανίατες περιπτώσεις). Αν τώρα δεν τα κάνεις αυτά, αν δεν ξενυχτάς λέγοντας παντού πόσο πολύ πίνεις, μάλλον απέτυχες, είσαι απολίτιστος για αυτόν τον πολιτισμό. Εξάλλου, τι μπορεί κανείς να πει για έναν πολιτισμό που θεσμοποίησε τη διασκέδαση (πχ. Πρωτοχρονιά);
Τηλεοπτικές σειρές όπως το Nip/Tuck ή το Sex and the city αποτύπωσαν εν αγνοία τους πολύ πιστά τη κατάσταση. Από τη μία, άνθρωποι που θα έκαναν τα πάντα για λίγη συμβατική μεν, τεχνητή δε, ομορφιά, από την άλλη κάτι ανέραστες σαραντάρες που έχουν ένα σωρό κόμπλεξ (από νεαρούς άνδρες μέχρι πανάκριβα παπούτσια). Βέβαια, όλα αυτά τα αποδεχόμαστε μόνον ασυνείδητα. Σε συνειδητό επίπεδο τα καταγγέλλουμε και τα απορρίπτουμε. Οι άλλοι κάνουν τις βρωμιές, όχι εμείς. Αν όμως είχαμε το χρήμα και τον ελεύθερο χρόνο της Πάρις Χίλτον ή της Τζούλιας Αλεξανδράτου μάλλον θα κάναμε κι εμείς ακριβώς τα ίδια.
Και στο μέτρο που μπορούσε ο κάθε πολίτης προσπάθησε να ικανοποιήσει κάθε του επιθυμία. Πόσα χρόνια όμως θα άντεχε να ζει σε μια φούσκα; Πίστεψε ότι θα γίνει αυτό που ονειρεύεται. Ίσως και αν πλησίασε ένα βήμα. Αλλά όπως συμβαίνει συνήθως, στο τέλος ήρθε κι ο λογαριασμός. Αλλά κι αυτός δεν πρέπει να έχει παράπονο. Όποτε χρειάστηκε οι τράπεζες ήταν εκεί. Πάρτε 2-3 κάρτες να έχετε να ψωνίζετε. Θέλετε διακοπές; Διακοποδάνειο. Θέλετε σπουδές; Φοιτητοδάνειο. Δώρα; Δωροδάνειο. Γιορτές; Εορτοδάνειο. Γάμους; Γαμοδάνειο (όνομα και πράμα). Ο,τι κι αν θέλαμε οι τράπεζες εκεί. Κι εμείς όμως ανεβάσαμε το βιοτικό μας επίπεδο: πήραμε τηλεόραση ίση με τη ντουλάπα μας, αγοράσαμε δυο κινητά (να βρίσκονται), τα iPod στην Ελλάδα είναι περισσότερα κι από τους πάσης φύσεως προέδρους, η αναλογία αυτοκινήτων-πληθυσμού μας βάζει στη δεύτερη θέση πανευρωπαϊκώς. Όλα πήγαιναν καλώς. Πιο εύκολα πλάσαρες «προσφορές» σε ενήλικες παρά καραμέλες σε παιδάκια. Σύσσωμη η κοινωνία κατάπιε αμάσητο το παραμύθι του καπιταλισμού, ότι δήθεν υπάρχουν ευκαιρίες. Έτσι, είπαμε να γίνουμε ελεύθεροι επαγγελματίες. Αλλά και στον δημόσιο τομέα τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Το κράτος ως εργοδότης, δηλαδή το δημόσιο, ναι αυτό που όλοι έβριζαν και ταυτόχρονα όλοι παρακαλούσαν να διοριστούν, τώρα κρίνεται υπεράριθμο, άρα ασύμφορο οικονομικά. Και η σφαλιάρα επί δικαίων και αδίκων πάει τώρα σύννεφο.
Το παραμύθι όμως δεν έπιασε εξατομικευμένα μόνο τα χαμηλά στη κοινωνική ιεραρχία στρώματα. Το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι. Εξάλλου, κάθε λαός έχει τους ηγέτες που του αξίζουν. Οι κυβερνήσεις από το ’80 και πέρα δανείζονταν ακατάσχετα ακολουθώντας πιστά το γαϊτανάκι που είχε ενορχηστρώσει η παγκοσμιότητα του κεφαλαίου. Κάποια στιγμή θα υπήρχε κι ένα αδιέξοδο. Κάθε ελεύθερη πτώση τελειώνει στο έδαφος. Κάποιες τονωτικές τσιμεντο-ενέσεις στα θεμέλια δεν αρκούν για να κρατήσουν ένα ερείπιο για πάντα. Και η φούσκα έσκασε. Και το ωστικό κύμα σάρωσε τους πάντες, ιδίως τους ασθενέστερους.
Ακούμε σήμερα όλο και πιο έντονα φράσεις τύπου «να φύγει η κυβέρνηση», «οι βουλευτές είναι προδότες» και άλλα τέτοια ωραία. Όμως πρέπει να ρωτήσουμε: η κυβέρνηση είναι πραξικοπηματική; Οι κυβερνήσεις της τελευταίας 30ετίας επιβλήθηκαν καθεστωτικά; Τελικά θα ξεχάσουμε κι αυτά που ξέρουμε; Γιατί αρκετά εκατομμύρια κόσμου ανεβοκατέβαζαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ διαδοχικά με την ψήφο τους. Εξίσου πολλοί ζητωκραύγαζαν έξω από τα κομματικά γραφεία. Οι ίδιοι υπερασπίζονταν τους ...«δικούς τους» όταν έσκαγαν τα σκάνδαλα το ένα μετά το άλλο. Τώρα ο λαός αγανακτεί εναντίον όλων αυτών που αποθέωνε. Κι όχι μόνο των προσώπων, αλλά και της ίδιας της πολιτικής οργάνωσης. Είπαμε, στην εποχή της ασημαντότητας όλα είναι κοινότοπα, όλα επιτρέπονται.
Αυτό που έχει σημασία να δούμε τελικά είναι ότι το οικονομικό σκέλος της κρίσης είναι μια από τις συνέπειες της βαθύτατα πολιτισμικής κρίσης. Οι κυβερνήσεις θερίζουν επί δικαίων και αδίκων. Η βάση της κοινωνίας αδυνατεί να ανταπεξέλθει. Το βιοτικό επίπεδο βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Όλοι προσμένουν μια ανάκαμψη. Ανάκαμψη ποιανού όμως και ως προς τι; Του καπιταλισμού; Της γραφειοκρατίας; Της καζινοποιημένης οικονομίας; Εκεί κρύβεται η παγίδα. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες ακούγαμε συνεχώς για τις υποχωρήσεις του καπιταλισμού. Ήταν όντως υποχώρηση; Η εξουσία εξαγόρασε πολύ φθηνά την επαναστατικότητα μιας ολόκληρης γενιάς. Διόρισε αρκετούς στο δημόσιο, έδωσε κάποιες αυξήσεις, έχτισε τις ελάχιστες δομές ενός κατ΄επίφαση «κράτους πρόνοιας» και αντ΄αυτού εξασφάλισε τη συναίνεση, την υποτέλεια των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων. Ακόμα πέτυχε τη δημιουργία πειθήνιων και πειθαρχημένων υπηκόων που θα νοιάζονται μόνο για την υποτιθέμενη ατομική τους ευημερία. Από τότε κατανάλωση σημαίνει διασκέδαση, καταστολή σημαίνει ασφάλεια, ρουφιανιά και γλείψιμο επαγγελματική καριέρα.
Το χειρότερο όμως είναι ότι πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι. Έτσι, σε μια κοινωνία που είναι εκπαιδευμένη να αποτιμά καθετί ποσοτικά, κι όχι ποιοτικά, το μέλλον δεν μπορεί να διαφέρει από το πρόσφατο παρελθόν. Το έχουμε ξαναδεί το έργο. Ο καπιταλισμός πάλι θα διασωθεί. Θα μπει ένα πρόσκαιρο φρένο στη κατρακύλα, οι κυβερνήσεις θα πέσουν για να ΄ρθουν οι επόμενοι. Θα πανηγυρίσουμε και θα φάμε πάλι σαν κοινωνία το κουτόχορτο. Μετά τα πατροπαράδοτα «η Ελλάδα αλλάζει», «παραλάβαμε χάος» κτλ θα ΄ρθει μια απειροελάχιστη αύξηση, θα ανέβει λίγο το χρηματιστήριο, άντε να διοριστεί και κάνας ξάδερφος μας στο δημόσιο και θα ΄μαστε έτοιμοι να ξαναπιάσουμε τον καναπέ.


Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι μόνο οικονομικό. Η οικονομία είναι το εξόφθαλμο σκέλος. Το κύριο σώμα είναι η βαθειά συνειδησιακή και πολιτισμική κρίση που καλλιεργούνταν από τη μεταπολίτευση. Κι αν πιστεύαμε ότι ο κύκλος της μεταπολίτευσης είχε κλείσει, μάλλον έμενε μια ακόμη υπογραφή. Εφόσον η κεντρική πολιτική σκηνή παγκοσμίως έχει γαλουχήσει με τέτοιον τρόπο τις κοινωνίες, ώστε να μοιάζουν ανίκανες να προσφέρουν ένα ουσιαστικό νόημα στα άτομα-μέλη τους, δεν έχει τίποτα να φοβηθεί. Στον πυρήνα όμως αυτής της κατάστασης βρίσκονται όλα τα εργαλεία για τη δημιουργία ενός πραγματικά ριζοσπαστικού κινήματος που θα επιδιώκει την ολική ανατροπή της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής παρακμής. Με τις υπάρχουσες συνθήκες σήμερα δεν μπορούμε να ταυτίσουμε τη πολιτική και τη κοινωνική σφαίρα, γιατί απλούστατα είναι ασύμμετρες. Στη πολιτική σφαίρα έχουμε πχ. μια νέου τύπου ολιγαρχία, ενώ στη κοινωνική έχουμε καταναλωτική ύπνωση. Αυτά τα δύο μπορούν να βρίσκονται πλάι πλάι, αλλά ποτέ απέναντι. Η εξουσία δεν αλλάζει. Ας αλλάξει η κοινωνία. Για να τελειώνουμε μια και καλή με την γραφειοκρατία, τον ρεφορμισμό και τον παλαιοκομματισμό, να επανεκτιμήσουμε τις ανάγκες μας και τον τρόπο που θα τις ικανοποιήσουμε.

Η τέχνη δεν αναπαριστά αυτό που βλέπουμε. Μάλλον μας κάνει να το δούμε. (P. Klee)

Η τέχνη δεν αναπαριστά αυτό που βλέπουμε. Μάλλον μας κάνει να το δούμε. (P. Klee)