Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Η ηθική χρειάζεται έναν άλλο τόπο για να ριζώσει και να ανθίσει* (επιστολή στον EZLN)


του Raúl Zibechi

Φεβρουάριος του 2011:
Φίλε Ραούλ: Χαιρετισμούς. Διαβάσαμε μερικά από τα τελευταία σου γραπτά και πιστεύουμε ότι είμαστε συντονισμένοι στον ίδιο μήκος κύματος. Γι’ αυτό θα θέλαμε να σε προσκαλέσουμε να ενωθείς και να συνεισφέρεις σχετικά με το θέμα της Ηθικής και Πολιτικής. Θερμά. SupMarcos.

 
[Στην πρόσκληση του Εξεγερμένου Υποδιοικητή Μάρκος, ο Ραούλ Ζιμπέκι, από την Ουρουγουάη, ανταποκρίνεται στην ανταλλαγή επιστολών σχετικά με την Ηθική και την Πολιτική. Με αυτή την επιστολή συμμετέχει στη συζήτηση]

 
Γράμμα στον EZLN
Μάρτιος 2011
Προς: Εξεγερμένο Υποδιοικητή Μάρκος - Ζαπατιστικό Στρατό για την Εθνική Απελευθέρωση
Από: Ραούλ Ζιμπέκι

Θερμό αγκάλιασμα προς τις και τους συντρόφους Ζαπατίστας από αυτή τη γωνιά της νοτιοαμερικανικής ηπείρου. Και ένα εγκάρδιο αγκάλιασμα σε αυτά τα μικρά κορίτσια και αγόρια που υποφέρουν από τον πόλεμο από-τα-πάνω, έναν πόλεμο στον οποίο κατευθύνονται στροβιλιζόμενοι συντηρητικοί και προοδευτικοί, δεξιοί και ψευδο-αριστεροί που μοιράζονται από κοινού την απέχθεια –και το φόβο– για όλους τους από κάτω. Που τους αποδέχονται μόνο ως παθητικό πλήθος στις παρελάσεις τους –τις οποίες τώρα αποκαλούν πορείες διαμαρτυρίας– και πάνω απ’ όλα στην ιερή ημέρα που θα φτάσουν στην κάλπη.
Στο μέτρο που ο κόσμος, η ήπειρός μας και οι δικοί μας διαφορετικοί από-κάτω αισθάνονται κάθε φορά και πιο επηρεασμένοι από τους πολλαπλούς πολέμους από-τα-πάνω –τον πόλεμο της πείνας για την κερδοσκοπία πάνω στην τροφή, τον πόλεμο της ενημερωτικής σιωπής για να μας αγνοήσουν, τον πόλεμο της κοινωνικής πολιτικής για να μας εξημερώσουν και τον πόλεμο, πόλεμο με σφαίρες και κανόνια για να μας εξαφανίσουν σκοτώνοντάς μας– γίνεται πιο επείγον να χαράξουμε «σύνορα» ανάμεσα στους πιο διαφορετικούς «εμείς» και στους πιο διαφορετικούς «εκείνοι», παρά τον κίνδυνο να καταλήξουμε σε κάποια δυσάρεστη έκπληξη.
Με κάθε άλμα προς τα εμπρός της παγκόσμιας εξέγερσης των από-κάτω, όταν πλήθη οπλισμένα με πέτρες βρίσκονται αντιμέτωπα με στρατιωτικά ελικόπτερα και κυνηγητό βομβαρδισμών, έρχεται η σειρά της ερώτησης: «με ποια πλευρά;», «με ποιους;» Ερωτήσεις που μπορούν να απαντηθούν μόνο με την καρδιά και το πιο πρωταρχικό αίσθημα της ανθρώπινης αλληλεγγύης, αν και βλέπουμε κάθε μέρα αυτούς που κάθονται στα βάθρα από-πάνω να υπολογίζουν κέρδη και ζημιές με μέτριες λογικές που χρησιμεύουν για να εξηγήσουν το κάθετι, επειδή μερικές λέξεις, όπως έλεγε ο León Felipe[1] για τη δικαιοσύνη, αξίζουν λιγότερο, άπειρα λιγότερο και από τα ούρα των σκύλων.
Όταν οι χιλιάδες και τα εκατομμύρια κερδίζουν τους δρόμους, όπως έκαναν τον Ιανουάριο του 1994 στο Μεξικό ή στο Río de la Plata το 2001, δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά το να γιορτάσεις, να συντροφέψεις, να αφήσεις τις δουλειές που κάνεις και να βγεις συμμετέχοντας στις χαρές και τους πόνους. «Και μετά τι;», ήταν η ερώτηση με την οποία μας πυροβολούσαν οι σοφοί αναλυτές και οι ηγέτες της αριστεράς. Μετά, ποτέ δεν ξέρεις. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι: τώρα, και φτάνει πια.
Όσο τα νερά είναι ήρεμα, τα περιθώρια της κερδοσκοπίας φαρδαίνουν μέχρι να γίνουν ωκεανοί λόγων˙ λέξεις και άλλες λέξεις προφέρονται η μια μετά την άλλη, συνέχεια και συνέχεια, επειδή δεν συνδέονται με τα γεγονότα, τις πράξεις, τις αποφάσεις, τις δεσμεύσεις. Είναι, δηλαδή, λέξεις. Όπως αυτές των πολιτικών από-τα-πάνω, που ανταποκρίνονται στις ατομικές ιδιοτροπίες και τα συμφέροντα.
Αλλά όταν τα νερά αναταράσσονται, όταν τα κύματα γίνονται τρικυμία, τίποτε πια δεν μένει στη θέση του. Οι χρόνοι των υπολογισμών και της κερδοσκοπίας δίνουν τη θέση τους σε απαντήσεις σχεδόν αυτόματες, και είναι τότε που κάθε ομάδα ανταποκρίνεται σύμφωνα με τις αξίες που καλλιέργησε. Στις κρίσεις, όπως και στα ναυάγια, υπάρχουν μόνο συλλογικές έξοδοι, για τον απλό λόγο ότι στην ατομική λύση δεν χωράνε όλοι. Αυτό είναι το πρώτο μάθημα που προσφέρουν οι εξεγέρσεις που συνταράζουν τον κόσμο.

Ένα σύστημα σε αποσύνθεση

Μπορούμε να καταβάλλουμε κάθε δυνατή διανοητική προσπάθεια που χρειάζεται για να καταλάβουμε αυτό που συμβαίνει στον κόσμο. Να συλλέξουμε στοιχεία, να τα κατηγοριοποιήσουμε, να τα αναλύσουμε, να τα θέσουμε προς διάψευση μέχρι να περικυκλώσουμε μια υπόθεση σχετικά με αυτό που ονομάζουμε συστημική κρίση και που μοιάζει κάθε φορά περισσότερο με ένα συστημικό χάος.
Πώς να κατανοήσουμε την κρίση του συστήματος; Λένε πως υπάρχουν νόμοι που κυβερνούν την οικονομία, που παρουσιάζουν τάσεις και αλάνθαστες ενδείξεις ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο κατά την οποία το κεφάλαιο συναντά περιορισμούς στην συσσώρευσή του. Και υπάρχουν άλλες θεωρίες που λένε ότι η πτώση του καπιταλισμού είναι αναπόφευκτη και ότι ο κόσμος του ενός πόλου, δηλαδή ο κόσμος που έχει ως κέντρο του την ηγεμονία μιας μόνο χώρας, των ΗΠΑ, δεν μπορεί να επιβιώσει.
Κατά τη γνώμη ορισμένων, και μπορεί να κάνουμε λάθος, αυτό που ονομάζουμε συστημική κρίση δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από ένα
¡Ya Basta!, μαζικό, ωμό και γενικευμένο από τους από-κάτω απ’ όλες τις γωνιές του κόσμου. Η κρίση είναι: όταν γυναίκες και νέοι, παιδιά, αγρότες και εργάτες, ιθαγενείς και φοιτητές/μαθητές πια δεν αντέχουν άλλο και οι αγώνες τους γίνονται τόσο δυνατοί που οι από-πάνω, τα αφεντικά του κεφαλαίου, αρχίζουν να μεταφέρουν τα λεφτά τους σε πιο σίγουρους τόπους. Και αυτό που εξοπλίζουν είναι ένα γιγάντιο καζίνο όπου παίζουν για να κερδίσουν χρήματα ο ένας καπιταλιστής από τον άλλο, επειδή οι από-κάτω δεν τους επιτρέπουν πια να τους κλέβουν και να τους εκμεταλλεύονται τόσο εύκολα.
Οι Giovanni Arrighi και Beverly Silver λένε στο έργο τους που καλύπτει πέντε αιώνες της ιστορίας του καπιταλισμού, Χάος και τάξη στο σύστημα του μοντέρνου κόσμου, ότι αυτή η κρίση έχει ένα χαρακτηριστικό πολύ διαφορετικό από τις προηγούμενες. Τώρα η πάλη των από-κάτω είναι τόσο ισχυρή που από μόνη της βάζει σε κρίση το σύστημα. Αυτό συνέβη σε όλη τη Λατινική Αμερική, από το Caracazo[2] το 1989 μέχρι τον δεύτερο πόλεμο του φυσικού αερίου στη Βολιβία το 2005 και την Κομούνα της Οαχάκα το 2006. Δεν ήταν οι «αντικειμενικοί νόμοι» αυτοί που οδήγησαν σε κρίση το σύστημα κυριαρχίας, οι άνθρωποι στους δρόμους ήταν αυτοί που κατέστρεψαν το νεοφιλελεύθερο μοντέλο.
Αυτό που ονομάζουμε συστημική κρίση μοιάζει με έναν τυφώνα που μας επηρεάζει όλους και όλες. Δεν υπάρχει λαός ούτε κοινωνική ομάδα που εξαιρείται και πολλά από τα εργαλεία που έχουν κατασκευαστεί κατά τη διάρκεια των αιώνων αντίστασης παραμένουν άχρηστα. Όχι μόνο οι προηγούμενες, οι «ιστορικές» οργανώσεις των από-κάτω, αλλά και ένα μέρος των καινούργιων, αυτά που ονομάζουμε κοινωνικά κινήματα, έχουν μετατραπεί σε καθαυτό σκοπούς, σε ομάδες που καθοδηγούνται από τη λογική της επιβίωσης. Από αδράνεια, ή οποιουσδήποτε άλλους λόγους, ένα μέρος από αυτό που επινοήθηκε για αντίσταση δεν χρησιμεύει για αντίσταση αυτή την περίοδο που όλα αποσυντίθενται. Και ο κόσμος ακόμα αποσυντίθεται. Γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να επινοήσουμε ξανά τα εργαλεία μας για αντίσταση και καινούργιους κόσμους.
Τι να πούμε για τις θεωρίες, τις ιδεολογίες και τις επιστημονικές αναλύσεις. Οι προβλέψεις των κοινωνικών και πολιτικών «αναλυτών» μοιάζουν αυτή τη στιγμή μετεωρολογικές, και στο μόνο που πέφτουν μέσα είναι να λένε τι ώρα βγαίνει ο ήλιος και το φεγγάρι, όλο το υπόλοιπο είναι αβέβαιο. Οι κοινωνικοί «αναλυτές», όπως φαίνεται, δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη των προγνωστικών τους. Δεν προτάσσουν το σώμα τους μαζί με την ανάλυσή τους.
Τι κάνει ένας καπετάνιος όταν οι χάρτες πλοήγησης εμφανίζονται λανθασμένοι, όταν οι πυξίδες και τα ρολόγια και οι εξάντες δεν δείχνουν με την ακρίβεια του παρελθόντος; Και τι κάνουν οι εξεγερμένοι όταν πια τίποτε δεν μπορεί να αναμένεται από τα Κράτη και τους θεσμούς, τα κόμματα και τις οργανώσεις που μιλούν για αλλαγή και επανάσταση αλλά στην πραγματικότητα ψάχνουν τον καλύτερο τρόπο να βολευτούν σ’ αυτόν τον κόσμο;
Μπορούμε να εμπιστευτούμε την ηθική ως στήριγμα και οδηγό των κινημάτων μας, των επιλογών μας, ως ματσέτα για να ανοίξουμε μονοπάτια;

Είναι δυνατόν να ενώσουμε την ηθική με την πολιτική

Οι Ζαπατίστας προτείνουν να ανοίξει ένας διάλογος/ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την ηθική και την πολιτική. «Είναι δυνατόν να φέρουμε την Ηθική στον πόλεμο;» μας ρωτά ο Εξεγερμένος Υποδιοικητής Μάρκος στο γράμμα του προς τον Luis Villoro. Μπορούμε να επεκτείνουμε την ερώτηση για να συμπεριλάβουμε την πολιτική. Η Ηθική και η Πολιτική μπορούν να συμπλεύσουν; Δεν είναι τόσο προφανής η απάντηση.
Πώς θα ήταν; Θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί να βάζει μερικές δόσεις ηθικής σε κάποιο από τα κόμματα που κατέχουν υπουργεία; Ή στις αίθουσες των βουλευτών και των γερουσιαστών; Πόση; Μέχρι να γεμίσουν πόσες σελίδες λόγων; Ποια πρέπει να είναι η απαραίτητη δόση ηθικής για να απομακρύνει δεκαετίες πρακτικών που κατευθύνονται από τους μικροπρεπείς υπολογισμούς των κερδών που μετριούνται σε θέσεις, ταξίδια και εξωφρενικούς μισθούς; Είναι φανερό ότι εκεί επάνω η ηθική έχει αποσιωπηθεί ή αποτελεί απλώς λεκτικό επιχείρημα. Είναι δύο διαστάσεις που κατοικούν διαφορετικούς κόσμους και που δεν μπορούν ούτε να συνομιλήσουν ούτε να γίνουν κατανοητοί.
Μια κρύα νύχτα του 1995 ο διοικητής Tacho απευθύνθηκε στο πλήθος στην πλατεία του Σαν Αντρές για να εξηγήσει αυτό που είχε συζητηθεί εκείνη την ημέρα με τους εκπροσώπους της κυβέρνησης, στις συζητήσεις που κατέληξαν τελικά στις Συμφωνίες του Σαν Αντρές. «Μας ζήτησαν να τους εξηγήσουμε τι είναι η αξιοπρέπεια», είπε, προκαλώντας ένα ξέσπασμα γέλιου. Με την ηθική συμβαίνει κάτι αντίστοιχο. Υπάρχει ή δεν υπάρχει, αλλά δεν μπορεί να εξηγηθεί, αν και έχω δει ολόκληρες βιβλιοθήκες να προσποιούνται ότι την αναλύουν.
Η ηθική χρειάζεται έναν άλλον τόπο για να ριζώσει και να ανθίσει. Κι αυτός ο τόπος είναι κάτω και προς τα αριστερά, εκεί όπου έχει γεννηθεί ένας άλλος τρόπος να κάνουμε πολιτική, όπου η λέξη είναι δεμένη με τη ζωή και η ζωή είναι τα ωμά συμβάντα, ούτε μεγάλα ούτε μικρά, τα συμβάντα όλων των ημερών των από κάτω. Αυτή η άλλη πολιτική, γεννιέται στο υπέδαφος για να παραμείνει εκεί, είναι η πολιτική που δεν ψάχνει σκάλες για να φτάσει επάνω αλλά γέφυρες και βάρκες για να φτάσει στους άλλους από κάτω και ανάμεσα στους από κάτω να χτίσει έναν άλλο κόσμο. Αυτή η πολιτική είναι ηθική και μόνο αυτή μπορεί να το κάνει.
Η βάρκα της πολιτικής από-τα-πάνω, που είναι ίδια με την πολιτική αυτών που θέλουν να φτάσουν επάνω, έχει πάνω στο τιμόνι της μια τεράστια πυξίδα που πάντα δείχνει προς έναν βορρά που ονομάζεται πραγματισμός ή ρεαλισμός. Και είναι η τέχνη του να παίζεις με τα δεδομένα που υφίστανται, με την «συσχέτιση δυνάμεων» (το πολυφορεμένο κλισέ της αριστερά από-τα-πάνω), και την πραγματική πραγματικότητα. Ο πραγματιστής και ο ρεαλιστής μετράει με εξαιρετική ακρίβεια την κατάσταση, την ξεσκίζει για να ρουφήξει όλο το χυμό, για να παίξει μαζί της το παιχνίδι της τοποθέτησης των πιονιών του σκακιού στο τραπέζι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ανάλογα με τα συμφέροντά του. (Βλέπε σχετικά ότι ο πολιτικός από-τα-πάνω δεν διαχωρίζει ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία και χρησιμοποιεί τις ίδιες έννοιες και για τις δύο σφαίρες).
Ο πραγματιστής και ρεαλιστής πολιτικός, όταν οι λαοί ξεσηκώνονται, όταν προτάσσουν το σώμα στις σφαίρες και τα κανόνια του τυράννου, δεν ανοιγοκλείνει ούτε καν το βλέφαρο για το αίμα που χύνεται. Περιορίζεται στο να υπολογίζει ποιοι μπορούν να ωφεληθούν και ποιοι ζημιώνονται από την πτώση του τυράννου και το θρίαμβο των εξεγερμένων. Κάνει τους υπολογισμούς του με την ζέση και την ίδια αηδιαστική αδιαφορία που κάνει και τους εκλογικούς υπολογισμούς.
Παραιτείται, έτσι, από τη δημιουργία ενός νέου κόσμου. Που δεν μπορεί να είναι μια απλή ανατοποθέτηση των ήδη υφιστάμενων πιονιών αλλά κάτι εντελώς άλλο, ένα διαφορετικό παιχνίδι. Το να διαχειρίζεται κανείς αυτό που υπάρχει, το να παίζει με τα πιόνια του συστήματος, σημαίνει να δέχεται τους κανόνες του συστήματος και αυτοί οι κανόνες ονομάζονται, δευτερευόντως, εκλογές. Αρχικά σημαίνει να υποτάσσεται στη βία των από πάνω, αυτό που ονομάζουν μονωπόλιο-της-νόμιμης-βίας. (Οι ζαπατίστας την υφίστανται καθημερινά, είναι μια βία ωμή και δεν αξίζει να επεκταθούμε αυτή τη στιγμή). Η άλλη πολιτική, η ηθική πολιτική, αρνείται τα πιόνια και τους κανόνες του παιχνιδιού που μας θέλει να παίζουμε την πολιτική των από πάνω.
Με ποια πιόνια οργανώνει το παιχνίδι του νέου κόσμου η άλλη πολιτική;
Στην άλλη πολιτική, κάτω και προς τα αριστερά, δεν υπάρχουν πιόνια ούτε παιχνίδι, εκτός και αν την πρόταξη του σώματος ονομάζεται παιχνίδι.

Ηθική είναι η πρόταξη του σώματος

Λένε οι ζαπατίστας ότι η κριτική σκέψη έχει υποχωρήσει εκ νέου μπροστά στην επείγουσα κατάσταση των αποφάσεων της στιγμής. Στη θέση της κερδίζει έδαφος το εκλογικό μάρκετινγκ. Το να σκέφτεσαι κριτικά δεν είναι τίποτε άλλο από το να σκέφτεσαι ενάντια σε σένα τον ίδιο, ενάντια σε αυτό που είμαστε ή κάνουμε, όχι για να σταματήσουμε να είμαστε ή να κάνουμε αλλά για να αναπτυχθούμε και να προχωρήσουμε. Η κριτική σκέψη δεν μπορεί να βολευτεί στον τόπο που έχει κατακτήσει, όσο ενδιαφέρον κι αν έχει αυτός.
Τώρα η αριστερά και οι «διανοούμενοι Petrobras» (αυτοί που επιδοτούνται για τα βιβλία τους από τις προοδευτικές πολυεθνικές και τοποθετούν το logo της εταιρίας στο εξώφυλλο) ασχολούνται με τον εξωραϊσμό των υποτιθέμενων έργων των προοδευτικών κυβερνήσεων. Η «κριτική σκέψη» τους είναι κάτι περισσότερο από περίεργη: ασκούν κριτική στον Ιμπεριαλισμό του Βορρά, σαν μην υπάρχει αντίστοιχος στο Νότο, και στην «ακροαριστερά» η οποία, όπως λένε, εργάζεται για τη δεξιά. Ολόκληροι λαοί έχουν υποταχθεί στην Petrobras[3], που διψάει για κέρδη ώστε να γίνει η πρώτη πετρελαϊκή εταιρεία στον κόσμο (τώρα πια η δεύτερη). Αυτοί οι διανοούμενοι μιλούν για κριτική σκέψη και για χειραφέτηση σαν να μην ξέρουν ότι οι εταιρείες που τους επιδοτούν είναι βαμμένες με αίμα.
Για εμάς η κριτική σκέψη πάντα ήταν και θα είναι αυτοκριτική. Είναι ο τρόπος να επιδιορθώσουμε αυτό που είμαστε, να βελτιωθούμε, να γίνουμε καλύτεροι, πιο αληθινοί. Ποτέ δεν είμαστε ικανοποιημένοι με αυτό που κάνουμε γιατί πάντα θέλουμε να φτάσουμε πιο μακριά. Όχι από ζήλο για τελειότητα ούτε από αντεκδίκηση. Οι από κάτω χρειάζονται αυτή την κινητήρια δύναμη που είναι η κριτική/αυτοκριτική γιατί δεν μπορούν να βολευτούν στον τόπο που κατέχουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν είναι μια σκέψη επιστημονική με την ακαδημαϊκή έννοια, επειδή δεν την αξιολογούν οι άλλοι ακαδημαϊκοί αλλά ο ίδιοι οι κοινοί άνθρωποι, οι από κάτω που οργανώνονται σε κινήματα.
Η κριτική σκέψη είναι μια σκέψη σε μετάβαση που δεν τείνει να παγιώνεται αλλά παραμένει η ίδια σε κίνηση και όχι μόνο μαζί με τα κινήματα. Δεν αποτελεί αυτοσκοπό, γιατί οφείλει να υπηρετεί όσους βρίσκονται κυρίως σε αντίσταση οι οποίοι πάντα αντιμετωπίζουν νέες προκλήσεις. Αν όχι, τι νόημα έχει η σκέψη; Δεν γραπώνεται στις ιδέες που διαμορφώνει σε μια δεδομένη στιγμή, είναι πρόθυμη να τις τροποποιήσει επειδή δεν θέλει να έχει δίκιο για είναι κάτι περισσότερο από τους άλλους, θέλει να είναι μαζί με όλους.
Είναι μια σκέψη σε ανοιχτό ουρανό, που γεννιέται και μεγαλώνει κοντά στους χώρους αντίστασης. Δεν χωράει στις ακαδημίες ούτε στα θερμαινόμενα/ψυχόμενα γραφεία και δεν εξαρτάται από προϋπολογισμούς. Εάν είναι αληθινή, αν είναι ειλικρινής και με δέσμευση, προτάσσει το σώμα μαζί με τις ιδέες και τις συλλογιστικές. Δεν σκέφτεται ούτε στέλνει άλλους στο μέτωπο, όπως οι δειλοί στρατηγοί των στρατών που ξοδεύουν εκατομμύρια δολάρια σε drones, αυτά τα αεροπλάνα χωρίς πλήρωμα που καταστρέφουν περιοχές χωρίς να βάλουν σε κίνδυνο τη ζωή όσων επιτίθενται. Για αυτόν που διεξάγει τον πόλεμο, είναι απλώς ένα βιντεοπαιχνίδι: χειρίζονται τα drones από μόνιτορ από άλλη ήπειρο, προς το παρόν από τις ΗΠΑ. Για αυτόν που υποφέρει είναι μια απρόσωπη γενοκτονία.
Η κριτική σκέψη, που είναι μια ηθική σκέψη, δεν μπορεί να είναι ένα βιντεοπαιχνίδι όπου ο πολιτικός βάζει τις ιδέες και οι υπόλοιποι προτάσσουν το σώμα. Στις τελευταίες σελίδες της νουβέλας του Alejo Carpentier, «Ο αιώνας των φώτων», η Σοφία βγαίνει στο δρόμο στη Μαδρίτη που έχει ξεσηκωθεί ενάντια στα στρατεύματα του Ναπολέοντα στις 2 Μαΐου του 1807. Ο Esteban προσπαθεί να την εμποδίσει επειδή αυτό είναι σίγουρος θάνατος: κανόνια και τουφέκια ενάντια σε κραυγές και μαχαίρια. Και οι δύο υποφέρουν από την προδοσία των ιδανικών της Γαλλικής Επανάστασης:
– Πάμε εκεί!
– Μην είσαι ηλίθια, εκεί βομβαρδίζουν. Δεν πρόκειται να κάνεις τίποτε μ’ αυτά τα παλιοσιδερικά.
– Μείνε αν θέλεις. Εγώ πάω!
– Και πας να παλέψεις για ποιον;
– Γι’ αυτούς που έχουν βγει στους δρόμους. Πρέπει να κάνουμε κάτι.
– Τι;
– Κάτι!

Η ηθική ως κριτική σκέψη και το αντίστροφο

Για να πλεύσεις μαζί με το ρεύμα, για να αφεθείς να σε πάρει χωρίς μεγάλη προσπάθεια, δεν χρειάζεται ούτε σκέψη ούτε ηθική. Τι νόημα έχει η κριτική και η ηθική εάν όλα συνίστανται στο να ακολουθείς το ρεύμα; Αν το μονοπάτι έχει χαραχθεί, όπως λέει το τραγούδι ενός φίλου ουρουγουανού, και μας μένει μόνο να το διαβούμε και ο δρόμος είναι μάλιστα κατηφορικός, η κριτική είναι μια ανοησία και η ηθική, στην καλύτερη περίπτωση, διακοσμητικό στοιχείο. Η κριτική μας σπρώχνει να βγούμε από το δρόμο, να ψάξουμε πλαγιές απόκρημνες, να λασπωθούμε μέχρι τα αυτιά. Η ηθική δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τον κομφορμισμό.
Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για εκείνες τις πολιτικές πρακτικές που καθοδηγούνται από ηγέτες που συγκεντρώνουν όλη τη γνώση και όλη την εξουσία και τους οποίους οφείλουμε να ακολουθούμε τυφλά. Όποιος γνώρισε από κοντά την εμπειρία του Serdero Luminoso[4] στο Περού, μπόρεσε να καταλάβει ότι η σχέση ανάμεσα στα «επαναστατικά» αφεντικά και στους στρατευμένους της βάσης αναπαρήγαγε πιστά την κάθετη και αυταρχική σχέση ανάμεσα στους φεουδάρχες ιδιοκτήτες γης και τους εργάτες του αγροκτήματος. Εκεί δεν υπήρξε ποτέ αλλαγή, μόνο αναπαραγωγή των σχέσεων καταπίεσης, που είχαν ως κέντρο το «κόμμα της πρωτοπορίας» και του οποίου οι καπετάνιοι πλοηγούσαν σπρωγμένοι από τον άνεμο της ιστορίας.
«Τίποτα δεν διέφθειρε περισσότερο την γερμανική εργατική τάξη από την ιδέα ότι αυτή κολυμπούσε με το ρεύμα», έγραφε ο Walter Benjamin στις «Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας». Οι γυναίκες και οι ιθαγενείς, που δεν ενσωματώνονταν σ’ αυτή τη μεγάλη Ιστορία, χάραξαν το δικό τους δρόμο κόντρα στο ρεύμα και γι’ αυτό μετατράπηκαν σε υποκείμενα της ζωής τους. Δεν είναι άραγε αλήθεια ότι η εκλογική πολιτική είναι η διάδοχη πίστη αυτής της κομφορμιστικής παράδοσης στην οποία δεν χρειάζεται να προτάξει κανείς το σώμα, μόνο να ρίχνει ένα χαρτί στην κάλπη κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια;
Στη φράση του Benjamin, το υποκείμενο δεν είναι «αυτή», η εργατική τάξη, αλλά η ιστορική κίνηση, όπως σε άλλες εμπειρίες είναι το κόμμα ή ο υπέρτατος ηγέτης. Ο αλάνθαστος. Όσοι προερχόμαστε από τη μαρξιστική/μαοϊκή εμπειρία ξέρουμε κάτι από αυτό. Τα υποκείμενα ποτέ δεν ήταν οι αγρότες με σάρκα και οστά, μόνο ο Μεγάλος Ηγέτης, το Κόκκινο Βιβλίο (ή ήταν πράσινο;) ή η ανώτερη Διεύθυνση. Οι κοινοί άνθρωποι, στους οποίους πάντα αναφερόμαστε ως «μάζα», ήταν αυτό: μαλακή εύπλαστη ύλη για τη Διεύθυνση και/ή τη σωστή πολιτική γραμμή. Στην μάζα ποτέ δεν ξέρουμε να βλέπουμε πρόσωπα, ποτέ δεν εμφανίζεται ένας Γέρο-Antonio ή μια μικρή με το όνομα Patricia, άντρες και γυναίκες αληθινοί με σκέψεις, παραδόσεις, ταυτότητες, με τις οποίες θα θέλαμε να έρθουμε σε διάλογο και να τις κατανοήσουμε. Τα περιορισμένα συγκεκριμένα ονόματα που εμφανίζονται στους βασικούς λόγους του Μεγάλου Ηγέτη είναι ονόματα ξένων ή καλύτερα άλλοι ηγέτες από τα ψηλά. Ποτέ ο κοινός, ποτέ ο από κάτω.
Κατά συνέπεια, καταπιανόμαστε να ακολουθούμε τα βήματα των «μεγάλων», των πραγματικά σημαντικών, των ιστορικών αφεντικών (αρσενικών, φωτισμένων, επιδέξιων στο χειρισμό της ειδικής γλώσσας). Κάθε φράση από τους ηγέτες διαβαζόταν και ξαναδιαβαζόταν μέχρι να βγει κάποιο εξαιρετικό νόημα, κάθε χειρονομία μελετιόταν, κάθε φωτογραφία γινόταν αντικείμενο λεπτομερούς σπουδής, και αυτή η άσκηση –το να κοιτάς πάντα προς τα πάνω– φυλάκισε την ικανότητά μας να βλέπουμε, να ακούμε, να αισθανόμαστε τις χαρές και τους πόνους των από κάτω. Όλων αυτών που δεν διέθεταν έναν εξευγενισμένο λόγο και δεν σύχναζαν στους τόπους και τους τρόπους της εξουσίας. Αυτοί, και αυτές, ήταν τόσο αόρατοι για τους «επαναστάτες» όπως ακριβώς ήταν για τους αυτοκρατορικούς υπαλλήλους. (Αν επεκτείνομαι σχετικά με αυτή την παράδοση δεν είναι επειδή είναι η εξαίρεση, αλλά επειδή πονάει, πληγώνει και το να κρατηθεί ζωντανός αυτός ο πόνος είναι ο μόνος τρόπος που γνωρίζω για να μην επαναληφθεί).
Αυτή η επώδυνη παράδοση φτάνει ως τις μέρες μας και προσλαμβάνει μορφές πολύ πιο ωραιοποιημένες και εξευγενισμένες, απρόσωπες και επιστημονικές. Ανάμεσα στους ακαδημαϊκούς: υπογραφές και στοιχεία αντικειμενικά που αποκρύπτουν την ανθρώπινη ύπαρξη πίσω από γραφήματα και στατιστικές. Δεν υπάρχει, αλήθεια, κάτι κοινό ανάμεσα σε όλες τις μορφές της πράξης και της σκέψης που αποκρύπτουν τον ανθρώπινο πόνο;
Αν είναι αλήθεια, όπως λέει ο Benjamin, ότι η καθημερινή ζωή των καταπιεσμένων είναι μια μόνιμη «κατάσταση εξαίρεσης», και για να το διαπιστώσει κανείς αρκεί να επισκεφθεί μια ιθαγενική κοινότητα ή οποιαδήποτε γειτονιά σε οποιαδήποτε αστική περιφέρεια στην Λατινική Αμερική, προκύπτει μια επιτακτική ηθική ανάγκη. Δεν είναι δυνατό να σκέφτεται κανείς κριτικά και απ’ έξω την κατάσταση εξαίρεσης, μακριά από τον τόπο όπου ασκείται η γυμνή εξουσία της φυσικής βίας. Για να κρατηθεί αυτή η απόσταση, για να μιλήσει κανείς στο όνομα των από κάτω, έχουν φτιαχτεί οι Οργανισμοί Ανάπτυξης. Στο εξής, το κριτικό πνεύμα θα γεννιέται από τις συνθήκες που μας επιβάλλει η κατάσταση εξαίρεσης, διαφορετικά δεν θα είναι πνεύμα ηθικό.
Θα πουν ότι έτσι χάνεται η αναγκαία απόσταση για να ασκήσει κανείς κριτική. Σ’ αυτό το σημείο υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά, που σχετίζεται με τον τρόπο που παράγεται γνώση: από ποια αφετηρία και σε ποιες συνθήκες κανείς μιλάει, σκέφτεται ή γράφει. Υπάρχουν δύο εναλλακτικές. Ή οι από κάτω αποτελούν την δικαιολογία ώστε οι άλλοι να κάνουν πολιτική ή να αναπτύσσουν θέση ή και τα δύο αναπτύσσονται σε συνεργασία, με συλλογική εργασία, με τους από κάτω. «Δεν θέλουμε να συνεχίσουμε να είμαστε σκάλες για εσάς», φωνάζουν οι βολιβιάνοι aymaras[5] στους πολιτικούς από πάνω, στους δεξιούς, στους αριστερούς και τώρα επίσης και στους «πολυεθνιστές» πολιτικούς, οι οποίοι αποτελούν την τελευταία παγίδα που γεννήθηκε για να παρασιτήσει στα κινήματα.
Η μεγαλύτερη φιλοδοξία που μπορούμε να έχουμε οι στρατευμένοι, οι διανοητές, οι συγγραφείς ή όποιοι είμαστε…, είναι να σταματήσουμε να είμαστε αυτό που είμαστε. Και οι άλλοι να μας πλημμυρίσουν, να μας ξεπεράσουν, να μετατραπούμε σε συλλογικούς διανοητές, συλλογικούς συγγραφείς, στρατευμένους που κυβερνούν υπακούοντας, που «εκμηδενίζουν το πεδίο της πραγμάτωσής τους», όπως έλεγε η επιστολή του Luis Villoro. Ποια μεγαλύτερη χαρά από μια σκέψη που εξαπολύεται στον άνεμο, που φτάνει να ενσαρκώνει τις πιο διαφορετικές συλλογικότητες, που την ενισχύουν, την εμπλουτίζουν και την τροποποιούν μέχρι να γίνει αγνώριστη η καταγωγική της ρίζα, την μετατρέπουν σε κληρονομιά όλων!
Εδώ παρουσιάζονται μερικές ιδέες ανοργάνωτες, γραμμένες πάνω στην έξαψη της οργής που προκαλεί η ανικανότητα να συνειδητοποιήσουμε με ποιον τρόπο η εξέγερση των λαών γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης από την αγορά των γεωπολιτικών συμφερόντων.
Χαιρετισμούς στους ιθαγενείς τσιαπανέκος που μας διδάσκουν ότι είναι δυνατόν να νικηθεί ο φόβος συλλογικά.

Ra
úl Zibechi
Montevideo, Μάρτιος 2011


Σημειώσεις
[1] Σ.τ.Μ.: Le
ón Felipe Camino Galicia (11 Απριλίου 1884 - 17 Σεπτεμβρίου 1968): ισπανός ποιητής.
[2] Σ.τ.Μ.: Caracazo ή sacudón ήταν το όνομα που δόθηκε στις λαϊκές διαδηλώσεις, τις εξεγέρσεις και τις επακόλουθες σφαγές στις 27 Φεβρουαρίου 1989 στο Καράκας, πρωτεύουσα της Βενεζουέλα, και τις γύρω πόλεις.
[3] Σ.τ.Μ.: Petróleo Brasileiro S.A. ή Petrobras: πολυεθνική εταιρεία ενέργειας με έδρα τη Βραζιλία.
[4] Σ.τ.Μ.: Κομμουνιστική Οργάνωση στο Περού (Κομμουνιστικό Κόμμα του Περού - Serdero Luminoso) με μαοϊκή πολιτική γραμμή με βασική δράση κυρίως ανάμεσα σε 1980-1992. Μετά το 1992 η παρουσία της οργάνωσης είναι πολύ εξασθενημένη.
[5] Σ.τ.Μ.: Ιθαγενικές κοινότητες στα υψίπεδα των Άνδεων (σχ. στο: http://unca.galeon.com/).

Πηγή: Περιοδικό Rebeldia, 77, Μάιος 2011, σσ. 51-57 (γλώσσα: ισπανικά). Διαθέσιμο επίσης στο internet στα ισπανικά:

*πηγή αναδημοσίευσης: http://futura-blog.blogspot.com/2011/06/blog-post.html

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

Χάμπερμας: Η ενσωμάτωση του πράττειν στην επικοινωνιακή δράση και η ρήξη με τον υποκειμενοκεντρικό Λόγο

του Χρήστου Νεδελκόπουλου


Το παρακάτω κείμενο αποτελεί το τρίτο και τελευταίο μέρος μιας σειράς κειμένων 

αναφορικά με τον Γερμανό φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Γιούργκεν Χάμπερμας. 

Πρόκειται για έναν κύκλο τριών κειμένων κάτω από τον τίτλο 

"Διάλογος και συναίνεση στον επικοινωνιακό λόγο του Χάμπερμας". 



Η σύνδεση του χουσερλικού βιόκοσμου με το κοινωνικό γίγνεσθαι δίνει τη δυνατότητα στις «διάφορες δραστηριότητες που συναπαρτίζουν τον κοινωνικό βίο να αποσυνδέονται από την παράδοση και να θεμελιώνονται στην ορθολογική συναίνεση, στον επικοινωνιακό λόγο».[1] Ωστόσο ο Χάμπερμας διαχωρίζει το βιόκοσμο από το κοινωνικό σύστημα, το οποίο επεμβαίνει στο βιόκοσμο με τα μέσα του εργαλειακού λόγου. Αυτή η επέμβαση υπονομεύει τον επικοινωνιακό λόγο καθώς περιορίζει το βιόκοσμο του υποκειμένου. Ο Χάμπερμας θέλει να διασώσει τον επικοινωνιακό λόγο που συνδέεται με τη δημόσια σφαίρα. Θέτει τον επικοινωνιακό έναντι του υποκειμενοκεντρικού λόγου, εντάσσοντας τον στο πράττειν. Η κριτική που ασκεί στον Κορνήλιο Καστοριάδη[2] έχει να κάνει με την επανένταξη του πράττειν στον ιστορικό χρόνο, τον κοινωνικό χώρο και με την επέκταση του σημασιολογικού πεδίου που τα διέπει.
 Για τον Χάμπερμας η ίδια η δημοκρατία επιστεγάζεται στη δημόσια σφαίρα[3], η οποία έχει εκλείψει με τη σύγχρονη καπιταλιστική ανάπτυξη κυρίως με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που έχουν αποπολιτικοποιήσει πλήρως τον πολίτη με την απουσία του από τη δημόσια συζήτηση. Ωστόσο θεωρεί ότι η έννοια της δημόσιας σφαίρας έχει αφήσει τα ίχνη της στο παρελθόν, συνδράμοντας στη διαλογική θεωρία έξω από την κυριαρχία της κρατικής εξουσίας. Αναφερόμενος στη νέα πολιτική κοινότητα που απαιτεί η δημοκρατική κοινωνία, ουσιαστικά προσδιορίζει έναν ιδεότυπο, αυτόν της ιδεώδους ομιλιακής κατάστασης. Για την επαναφορά της δημόσιας σφαίρας στην πολιτική ζωή, επικεντρώνει την κριτική του στον Καστοριάδη προτάσσοντας τον επικοινωνιακό λόγο.
 Για τον Χάμπερμας, ο Καστοριάδης αναφέρεται σ’ ένα δημιουργικό πράττειν που δίνει στη γλώσσα φαντασιακή δύναμη, εντός του σημασιολογικού πεδίου προς την κατεύθυνση του νοήματος. Λείπουν όμως τα ορθολογικά κριτήρια που θα μετατρέψουν τη δημιουργική αυτή γλώσσα σε επαναστατικό πρόταγμα, το οποίο με τη σειρά του θα συνδεθεί με τη δράση των συνειδητά δρώντων υποκειμένων. Η οντολογική διαφορά μεταξύ της γλώσσας και των πραγμάτων, ανοίγει τον ορίζοντα προς την ανάδυση του νοήματος, αλλά έξω από μια “ενδοκοσμική” δράση. Υπό αυτήν την έννοια, αποκλείεται «κάθε διάδραση μεταξύ της γλώσσας που αποκαλύπτει τον κόσμο και των μαθησιακών διαδικασιών μέσα στον κόσμο».[4] Το ερώτημα που εγείρεται κατά τον Χάμπερμας είναι η θεμελιώδης σχέση μεταξύ νοήματος και εγκυρότητας, το οποίο αποσαφηνίζει η θεωρία της επικοινωνιακής δράσης, όπου «το συγκεκριμένο a priori των γλωσσικών συστημάτων που αποκαλύπτουν τον κόσμο… υφίσταται μια έμμεση αναθεώρηση στο φως της σχέσης με το ενδοκοσμικό στοιχείο».[5] 
 Για τον Χάμπερμας η επικοινωνιακή δράση έχει να κάνει με τις αμοιβαίες αξιώσεις εγκυρότητας που βασίζονται στη διυποκειμενική συγκρότηση νοήματος, καθώς «η διεκδικούμενη εγκυρότητα διαφέρει από την κοινωνική ισχύ μιας πράγματι εμπεδωμένης πρακτικής και παρά ταύτα χρησιμεύει σε αυτή ως βάση πραγματικής συναίνεσης».[6] Η διυποκειμενική συνεννόηση και η αμοιβαία αναγνώριση, καθιστούν τη συναίνεση ανεξάρτητη από εξωτερικούς περιορισμούς ισχύος, καθώς η διαλογική διαμάχη για τις αξιώσεις εγκυρότητας είναι η ίδια «μια αυτοαναφορικότητα η οποία αντεπεξέρχεται χωρίς την αντικειμενοποίηση που απαιτούν οι θεμελιώδεις έννοιες της φιλοσοφίας του υποκειμένου».[7]  
 Ο Χάμπερμας θεωρώντας τον εαυτό του κληρονόμο του διαφωτιστικού προτάγματος προσπαθεί να βγάλει την κριτική θεωρία από το αδιέξοδο της αρνητικής διαλεκτικής μέσω της μονοσήμαντης κριτικής του εργαλειακού λόγου που η ίδια άσκησε, εντάσσοντας την κοινωνική θεωρία σε συναινετικές μορφές δράσης. Κεντρικό ρόλο σε αυτήν τη ριζική στροφή της κριτικής θεωρίας θα παίξει αφ’ ενός η εγκατάλειψη της φιλοσοφίας της συνείδησης και αφ’ ετέρου η ένταξη του ερμηνευτικού και εννοιολογικoύ υποβάθρου στην μακρά κριτική του στην κοινωνική θεωρία (συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της κριτικής θεωρίας). Ο Χάμπερμας ξαναφέρνει στην επιφάνεια την επιστήμη της γλωσσολογικής κοινωνιολογίας που για μισό αιώνα παρέμεινε στη λήθη με την επαναφορά της γλώσσας και του πράττειν στο επικοινωνιακό σύστημα. Εν τέλει, στη φιλοσοφία του Χάμπερμας η γλώσσα «αποκτά έναν μεταθεσμικό χαρακτήρα από τον οποίο εξαρτώνται όλοι οι θεσμοί… Η ίδια η γλώσσα προϋποθέτει μια αντίληψη περί οικουμενικής ηθικής, υπό τη μορφή μιας καθολικής, ορθολογικά επικοινωνιακής, μη καταναγκαστικής και δημοκρατικής κοινωνικής ρύθμισης».[8]   

 ................................................................
[1] Ian Craib, Σύγχρονη κοινωνική θεωρία, μετάφραση Μαριάννας Τζιαντζή και Παντελή Λέκκα, εκδόσεις Ελληνικά γράμματα, Αθήνα, 1998, σελ. 497.
[2] Βλ. Ο φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας, σελ. 363 κ.ε.
[3]Βλ. Jϋrgen Habermas, Αλλαγή δομής της δημοσιότητας, μετάφραση Αναγνώστου Λευτέρη, εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 1999.
[4] Jϋrgen Habermas, Ο φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας, σελ. 393.
[5] Ο.π., σελ. 395.
[6] Ο.π., σελ. 397.
[7] Jϋrgen Habermas, Ο φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας, σελ. 398.
[8] Νίκου Ναγόπουλου, «Η επικοινωνιακή θεωρία και τα όρια του εργαλειακού λόγου», Διαβάζω, Αθήνα, 2000, τεύχος 405, σελ. 120. 

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

Για έναν επαναπροσδιορισμό της κουλτούρας


Από την ελευθερία δεν μπορείς να κόψεις ούτε ένα κομματάκι. 
Αμέσως όλη η ελευθερία συγκεντρώνεται σε αυτό το μικρό κομμάτι. 
(Μιχαήλ Μπακούνιν)



Το 2008 αποφασίσαμε να στήσουμε εντελώς πειραματικά και ερασιτεχνικά ένα blog σχετικά με μια σχεδόν επιστημολογική προσέγγιση της τέχνης. Ωστόσο, στη πορεία αντιληφθήκαμε ότι τα ζητήματα για τα οποία θέλαμε να μιλήσουμε ξεπερνούσαν αυτά τα όρια, κάτι που δεν μας προβλημάτισε ιδιαίτερα. Εξάλλου, ζητήματα που θα προέκυπταν δεν θα μας άφηναν έτσι κι αλλιώς αδιάφορους. Ένα δεύτερο στοιχείο ήταν η κοινή μας επιθυμία για πολιτική τοποθέτηση μέσα από τα κείμενά μας με την έννοια του αβίαστου πολιτικού χαρακτήρα πάνω στον οποίο θα γράφαμε. Βεβαία αυτό εννοείτο από τη στιγμή που πρόθεση μας δεν ήταν να παίξουμε τον ρόλο του θεσμικού μαικήνα ούτε φυσικά να συνδράμουμε στη διάχυση της κυρίαρχης πολιτιστικής ασημαντότητας.



Η εξουσία έχοντας ως ιδεολόγημά της την υπεραπλούστευση της καθημερινής κοινωνικής λειτουργίας γκρέμισε καθετί που μπορούσε να είναι εργαλείο για τον άνθρωπο να εναντιωθεί. Αποδιοργάνωσε κάθε μορφή μεταρσιωμένης επικοινωνίας απονοηματοδοτώντας έννοιες και σημασίες που ταυτίζονται άρρηκτα με τη κοινωνική λειτουργία. Λέξεις και ορισμοί έχουν χάσει το νόημά τους, ώστε όλα να μοιάζουν λεία. Έκτοτε η υστερία σημαίνει χαρά, η κατανάλωση σημαίνει ευημερία κι ο φόβος σύνεση. Αντίστοιχα, πολιτισμός σημαίνει ποίηση (Ελύτης, άντε Σεφέρης το πολύ), αρχαία Ελλάδα, περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις ή ακόμα Υπουργεία Πολιτισμού, Εθνικό Μέγαρο, Νταλάρας, εκθέσεις ζωγραφικής σε κοσμικές γκαλερί, Eurovision, άρτος και θεάματα.
Αποκαθιστώντας και προσδιορίζοντας σε γενικές γραμμές τις έννοιες θα πούμε πολύ σύντομα ότι πολιτισμός είναι ένα συγκροτημένο σύνολο ηθών, αξιών, αντιλήψεων και συμπεριφορών κοινά αποδεκτών από τους ανθρώπους που το διαμορφώνουν. Δεν σχετίζεται μόνο με υλικά αγαθά, αλλά με οτιδήποτε παράγει ένα κοινωνικό σύνολο (υπηρεσίες, τέχνη, θρησκείες, σύμβολα, ηθικοί κανόνες κτλ). Βλέποντας τον πολιτισμό όχι ως κατάσταση, αλλά ως διαδικασία ερχόμαστε αντιμέτωποι με όλη εκείνη τη συλλογική λειτουργία που υπάρχει ως υπόστρωμα στη καθημερινή κοινωνική ζωή.
Αντιλαμβανόμαστε τον πολιτισμό ως μια δομική ανθρώπινη δημιουργία που μέσα της αντανακλώνται όλες οι εντασιακού χαρακτήρα σχέσεις που καθορίζουν τη κοινωνία. Κατά συνέπεια, κρίνουμε τα πολιτισμικά ζητήματα όχι αυτοτελώς, αλλά πάντα σε σχέση με κάτι άλλο. Αυτό το «άλλο» μπορεί να είναι η πρωτογενής σχέση ατόμου-φύσης (όπου η φύση εμπεριέχει το φυσικό περιβάλλον και την ανθρωπινότητα), η σχέση του ατόμου με τους γύρω του, η ηθική συγκρότηση κτλ. Επομένως, θεωρούμε πως οτιδήποτε δίπλα μας αποτιμάται πολιτισμικά κι έχει αξία να το δούμε ως τέτοιο.
Παράλληλα, δίνουμε ιδιαίτερο βάρος στη τέχνη ως μια δυναμική έκφανση της πολιτισμικής δημιουργίας, αλλά και ως μια απεικόνιση της δομημένης κοινωνίας. Δεν μας ενδιαφέρει τόσο η τέχνη ως αυτοσκοπός, η τέχνη για την τέχνη. Μας ενδιαφέρει το ξεπέρασμα αυτής. Γιατί μέσα της εντοπίζονται όλα εκείνα τα στοιχεία της Άρνησης. Η τέχνη εμπεριέχει την εναντίωση και την αμφισβήτηση, ενώ ταυτόχρονα αναζητά το όραμα μιας ελεύθερης κοινωνίας. Είναι για εμάς μια διαρκής φαντασιακή ανατροπή που μέσα της περικλείονται οι προτάσεις, αλλά και οι αντιφάσεις μιας κοινωνίας που βρίσκεται υπό διαμόρφωση. Επεξεργαζόμαστε τα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητές της σε μια εποχή που φθίνει. Και προχωράμε.



*Τον υπέρτιτλό μας τον "δανειστήκαμε"  από το δοκίμιο του Χ. Μαρκούζε "Παρατηρήσεις για έναν επαναπροσδιορισμό της κουλτούρας" που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ύψιλον το 1984.

e-mail: anti-texni@hotmail.com

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Η κριτική του Χάμπερμας στη θεωρία των συστημάτων του Luhmann

 του Χρήστου Νεδελκόπουλου

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί το δεύτερο μέρος μιας σειράς κειμένων 

αναφορικά με τον Γερμανό φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Γιούργκεν Χάμπερμας. 

Πρόκειται για έναν κύκλο τριών κειμένων κάτω από τον τίτλο 

"Διάλογος και συναίνεση στον επικοινωνιακό λόγο του Χάμπερμας".

     Η στροφή του Habermas από τη φιλοσοφία της συνείδησης στη φιλοσοφία της γλώσσας προϋποθέτει τη διάδραση με βάση την εγκαθίδρυση του δημόσιου διαλόγου. Ο γερμανός φιλόσοφος στοχεύει σε έναν επικοινωνιακό εξορθολογισμό που όντας στον αντίθετο πόλο του αυξανόμενου τεχνικού ελέγχου, θα οδηγήσει στην εξωτερίκευση των κρυμμένων χειραφετητικών δυνατοτήτων της κοινωνίας. Η ανάδυση του πολιτικού - χειραφετητικού προτάγματος συναντά το εμπόδιο της σύγχρονης δομής του καπιταλισμού που βασίζεται στην αποπολιτικοποίηση, μέσω της πλήρους κατεδάφισης των ηθικών ζητημάτων για χάρη των τεχνικών. Γόνιμο έδαφος στην άρνηση του επικοινωνιακού εξορθολογισμού για χάρη της ορθολογικότητας (ως προς το σκοπό δράσης), βρίσκει ο Luhmann με τη συστημική θεωρία. Ο Habermas ασκεί κριτική στη θεωρία των συστημάτων[1], βλέποντας τη στενή σύνδεση που διέπει τη θεωρία με τη τεχνοκρατική αντίληψη του σύγχρονου καπιταλισμού και συνάμα την απαξίωση της γλώσσας ως συμβολικού - επικοινωνιακού ιστού για τη θεμελίωση της διυποκειμενικότητας.

      Ο Luhmann στη θεωρία των συστημάτων αντιπαραθέτει τη σχέση συστήματος περιβάλλοντος αντί της σχέσης υποκειμένου - αντικειμένου, συνεχίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την υποκειμενοκεντρική παράδοση της φιλοσοφίας της συνείδησης. Ο λειτουργισμός της συστημικής θεωρίας αποκόβει το συμβολικό απ’ το καθολικό και την αυτοαναφορικότητα από την αυτογνωσία, αφού ο διυποκειμενικός βιόκοσμος τρέπεται σε πολλαπλά υποσυστήματα, όπου τη θέση του αναστοχασμού έχει πάρει η αυτοσυνειδησία. Ο Habermas επηρεασμένος από τις ερμηνευτικές αντιλήψεις του Hans-Georg Gadamer, στέκεται απέναντι στον υποκειμενοκεντρισμό του Luhmann, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στο βιόκοσμο του δρώντος υποκειμένου, όπου το ομιλιακό ενέργημα συνιστά «το σημείο τομής στο σύστημα συντεταγμένων του ιστορικού χρόνου, του κοινωνικού χώρου και του σημασιολογικού πεδίου»[2].

.....................................
 [1] Βλ. Jϋrgen Habermas, Ο φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας, μετάφραση Λευτέρη Αναγνώστου και Αναστασίας Καραστάθη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1993, σελ. 413 κ.ε.
[2] Γιώργος Ξηροπαΐδης, Η διαμάχη των ερμηνειών, σελ. 112.

Η τέχνη δεν αναπαριστά αυτό που βλέπουμε. Μάλλον μας κάνει να το δούμε. (P. Klee)

Η τέχνη δεν αναπαριστά αυτό που βλέπουμε. Μάλλον μας κάνει να το δούμε. (P. Klee)