του Θοδωρή Τζίμα
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου σημάδεψε
καίρια την πολιτική και κοινωνική ζωή των τελευταίων δεκαετιών. Ο χρόνος που
συντελέστηκε, οι περιστάσεις, η πολιτική πραγματικότητα της εποχής, αλλά και τα
αποτελέσματά της της προσδίδουν έναν χαρακτήρα ιδιαίτερο και βέβαια εργαλειακά
χρήσιμο προς εξέταση. Η κινηματική κληρονομιά του Πολυτεχνείου είναι
αδιαπραγμάτευτη. Το πόσα είναι η εξέγερση του Πολυτεχνείου οι περισσότεροι το
γνωρίζουμε καλά, και είναι πολλά. Όμως αντίστοιχα, ΔΕΝ είναι πολλά άλλα.
Επιχειρώντας μια κριτική ματιά στην
εξέγερση του Πολυτεχνείου προκύπτουν αρκετά συμπεράσματα χρήσιμα σε βαθμό
τέτοιον που κανείς δεν θέλει να τα δει. 38 χρόνια μετά το Πολυτεχνείο παραμένει
ιδιότυπη περίπτωση… Κι αυτό γιατί το Πολυτεχνείο (ως ιστορική μνήμη) έχει το
θεσμικό και τον εξωθεσμικό του χαρακτήρα, ο οποίος παραμένει αναλλοίωτος μέχρι
σήμερα. Για να δούμε τις δύο αυτές παράλληλες φύσεις πρέπει να κάνουμε μια
αναδρομή πίσω, στο ’73.
Ποιος συμμετείχε στην καθεαυτή
εξέγερση; Αν ρωτήσουμε σήμερα θα διαπιστώσουμε ότι η Νομική και ο χώρος πέριξ
αυτής χωρούσε 11.000.000 άτομα. Όλοι οι μεσήλικες σήμερα έχουν να θυμηθούν μια
ιστορία από το τριήμερο του Πολυτεχνείου. Ως φαινόμενο μοιάζει πιο γραφικό κι
από το Πήλιο, αλλά βλέποντας το πιο σοβαρά είναι ένας από τους βασικούς
παράγοντες που συνέβαλαν στην απονοηματοδότηση της εξέγερσης του ’73 κι εν
γένει της εξεγερτικής πρακτικής.
Από την μία, έχουμε τη παραδοσιακή
δεξιά, που ωρύεται για την παρεμπόδιση των δεξιών νεολαίων να καταθέσουν στεφάνια.
Πρόκειται για τους ίδιους που αγαπημένη τους συζήτηση είναι «ο μύθος του
Πολυτεχνείου» και άλλες λαϊκίστικες κορώνες. Έτσι, βλέπουμε κάθε χρόνο την ΔΑΠ
και την ΟΝΝΕΔ να «τιμάει» την επέτειο. Η λεγόμενη όμως «δεξιά» είναι
πολυσυλλεκτική καθώς περιλαμβάνει και τους βασιλικούς, τους χουντικούς, τους
χριστιανούς φονταμενταλιστές, τους φασίστες. Ενίοτε η λαϊκή δεξιά θέλει μερίδιο
της εξέγερσης κι ενίοτε (ιδίως όταν πρόκειται για τους πιο δεξιά ως τους φασίστες)
την απορρίπτει ως μια εκ των έξω παρέμβαση με ιδιοτελή κίνητρα κτλ. Σε μια
ενδεχόμενη τίμηση της εξέγερσης από τις δεξιές δυνάμεις δεν περιμένουμε τίποτα
άλλο από μια δημαγωγική επιβράβευση του «αγώνα που έδωσαν κάποιοι αγνοί
φοιτητές και σήμερα καπελώνεται από τους κομμουνιστές». Εν πάση περιπτώσει ο
αντιδικτατορικός χαρακτήρας δεν ταιριάζει και πολύ με την κοντινή συγγένεια
δεξιάς και χούντας.
Στην άλλη πλευρά, έχουμε τα θεσμικά
αριστερά κόμματα, τον φτωχό συγγενή της αστικής πολιτικής ζωής. Τότε αρνήθηκαν
επίσημα το Πολυτεχνείο αφού οι πρακτικές του (ειδικά σε μια τέτοια δυσχερή
περίοδο της ιστορίας) ξέφευγαν από τη δική τους αντίληψη περί «ανυπακοής»,
ξεπερνούσαν τα όρια της αστική νομιμότητας και έσπαγαν τα δεσμά του κομματικού
μηχανισμού. Η αμέσως επόμενη συνέχεια της ιστορίας τους βρήκε κάπως
αποστασιοποιημένους κι επιφυλακτικούς απέναντι σε πολιτικές δράσεις που ήδη
είχε υιοθετήσει η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ο ρόλος τους παρέμεινε βρώμικος τα
επόμενα χρόνια, αφού στη γενικότερη προσπάθειά τους να καπελώσουν το
Πολυτεχνείο (βλέπετε μεγάλο μέρος της κοινωνίας ήταν θετικά διακείμενο, οπότε
γιατί να μην μπει στο μαντρί;) αυτο-ανακηρύχθηκαν πρωτοπορία και πραίτορες της
τάξης απέναντι σε όλους αυτούς τους «αμερικανόφερτους προβοκάτορες».
Στο ενδιάμεσο δεξιάς κι αριστεράς οι
υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις αστών, οι πότε δεξιά-πότε αριστερά. Ως επί το
πλείστον απορροφήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του ’80. Έκτοτε το «αριστερό
ΠΑΣΟΚ» αποτελείται από νοσταλγούς της 17 Νοέμβρη του 1973 που δεν παύουν ακόμα
και σήμερα να πιστεύουν ότι το Πολυτεχνείο τελείωσε το ’73 κι σε δεύτερη φάση ο
αγώνας δικαιώθηκε όταν ο «σοσιαλισμός» με κύριο εκφραστή το ΠΑΣΟΚ ανέβηκε δια
της ψήφου στην εξουσία το ’81. Να μην παραλείψουμε βέβαια και την ΠΑΣΠ που κάθε
Νοέμβρη θυμάται το Πολυτεχνείο και ακόμα πιστεύει ότι αντιπροσωπεύει πλήρως το
πνεύμα εκείνων των ημερών (για 3 μέρες βγάζουν την Πέγκυ Ζήνα και βάζουν
Ξυλούρη – ικανή συνθήκη για να σε κάνει επαναστάτη).
Για τους δικούς του λόγους και υπό το
δικό του πρίσμα ο καθένας της παραπάνω τριάδας επιδιώκει μια στενή κοινωνική
σχέση με το Πολυτεχνείο. Ο παρανομαστής όμως είναι πάνω κάτω ο ίδιος: το
Πολυτεχνείο ήταν η κορυφαία στιγμή του αγώνα (ο θεός να μας φυλάει μην τυχόν
και το ξαναζήσουμε), η λαϊκή βούληση νίκησε, η Δημοκρατία κατακτήθηκε κι έζησαν
αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Από κει και πέρα, αν φανούμε και λίγο πιο παλιοί
αγωνιστές από τους υπόλοιπους είναι credit. Η περίφημη γενιά του Πολυτεχνείου
ωρίμασε: ανέλαβε διοικητικές θέσεις, στρογγυλοκάθισε στον θώκο της εξουσίας κι
εξουσίασε τον τόπο και τους ανθρώπους του. Ποιο είναι το αποτέλεσμα με άλλα
λόγια; Η χώρα γύρισε σελίδα, ένα μεγάλο μέρος ριζοσπαστών ενσωματώθηκε στον
περιώνυμο τρίτο δρόμο της σοσιαλδημοκρατίας στο όνομα του νέου κοινωνικού
συμβολαίου της μεταπολίτευσης, οι γωνίες ψαλιδίστηκαν. Όλα καλά λοιπόν. Ο
Νοέμβρης του 1973 φαίνεται πλέον τόσο μακρινός όσο κι ένα μουσειακό έκθεμα. Το
σημαντικότερο όμως είναι ότι το Πολυτεχνείο απονευρώθηκε από το πρόταγμά του, αποκόπηκε
από το πραγματικό του νόημα και αγνοήθηκαν οι στόχοι του.
Πάνω στην ίδια τακτική εδράζεται και
η θεαματική κίνηση της απόλυτης νομιμοποίησης του Πολυτεχνείου. Ημι-αργία,
σχολικές γιορτές, θεσμικές εκδηλώσεις, ανούσιοι λόγοι, ποπ κορν και μαλλί της
γριάς. Επέτειος γαρ… Όταν όμως μια εξέγερση νομιμοποιείται σε τέτοιο βαθμό από
το κράτος κάτι δεν πάει καλά. Κατά κανόνα η εξουσία ό,τι φοβάται είτε το
καταστέλλει είτε το νομιμοποιεί.
Για μια ακόμη φορά: το Πολυτεχνείο
δεν είναι αργία. Δεν είναι γιορτή. Είναι ΕΞΕΓΕΡΣΗ. Και πολύ περισσότερο δεν
είναι επέτειος. Αν το δούμε ως επέτειο, νομιμοποιούμε το τέλος της ιστορίας,
αποκόπτουμε τη διηνεκή ροή της εξεγερτικής ηθικής και πρακτικής μέσα στην
ιστορία και συμπράττουμε στο δόγμα της παραπάνω τριάδας που λέει «ας
τελειώνουμε πια με το Πολυτεχνείο». Η ιστορία (και δη η πολιτική ιστορία) δεν
είναι αυτοτελή κομμάτια, αλλά έχει γραμμικό χαρακτήρα. Άπαξ και κατανοήσουμε
κάθε 17η Νοέμβρη μόνο ως ημέρα ιστορικής μνήμης μάλλον δεν έχουμε
καταλάβει το μήνυμα του Πολυτεχνείου. Και για να μην πάμε μακριά, μια ματιά
στις πορείες που καλούνται από τους θεσμικούς φορείς αποδεικνύει σε ενδεικτικό
βαθμό τον χαρακτήρα που έχει το Πολυτεχνείο στη συνείδηση μεγάλου μέρους της
κοινωνίας: μαζικές συγκεντρώσεις αποτελούμενες από κόσμο που κατά βάση
κατεβαίνει σε πορείες καθ’ έξη μια φορά τον χρόνο, 40άρηδες νοικοκυραίοι παλιοί
αριστεροί, μνημόσυνα ως επί το πλείστον, μια υποχρέωση που πρέπει να γίνει. Όχι
βέβαια ότι δεν υπάρχουν διαδηλώσεις με παλμό, δυναμική και κινηματική διάθεση.
Αλλά τι να το κάνεις; Αυτοί, όπως και το ’73, είναι προβοκάτορες…
Γενιά του Πολυτεχνείου... Πέρα από το
χούι να ονομάζουμε καθετί «γενιά» (πχ. γενιά των 700, γενιά των 600, γενιά του
Αρσένη, γενιά του άρθρου 16, γενιά του Δεκέμβρη κ.ο.κ.) εδώ αναφερόμαστε εκ
περιτροπής σε εκείνα τα πρόσωπα που η μετέπειτα πολιτική ιστορία έκανε επώνυμα.
Αυτό το επιφανές κομμάτι της γενιάς του Πολυτεχνείου έμεινε στη μνήμη μας για
άλλους λόγους πλην κινηματικούς. Γιατί κινηματικά έσβησε. Για παράδειγμα, όλοι
αναγνωρίζουμε την Δαμανάκη ως ουσιώδες μέλος αυτής γενιάς. Αγνοούμε όμως πχ.
τον Γιώργο Κηρύκου (πρόκειται για τον 19χρονο που φαίνεται στα βίντεο να πέφτει
κατά την είσοδο του τανκ στον χώρο). Συνελήφθη, φυλακίστηκε και βασανίστηκε.
Πέθανε στη προσπάθειά του να διασώσει μια ηλικιωμένη στις μεγάλες πυρκαγιές της
Ικαρίας το 1993. Δεν μίλησε ποτέ για το Πολυτεχνείο. Δεν έγινε βουλευτής. Δεν
εξαργύρωσε τον αγώνα του. Θα μπορούσε πάντως να κυκλοφορεί κι αυτός με εκείνα
τα μεγάλα αυτοκίνητα με το σήμα της ειρήνης μπροστά. Όπως και πολλοί άλλοι που
επέλεξαν διαφορετικούς δρόμους, αυτοί που ήταν εκεί στους αγώνες των πρώτων
χρόνων της μεταπολίτευσης.
Τα γνωστά πρόσωπα της γενιάς του
Πολυτεχνείου είναι γνωστά ακριβώς γιατί πήραν το αντάλλαγμα. Το ΠΑΣΟΚ κυρίως
και δευτερευόντως τα δύο ρεφορμιστικά κόμματα που μονοπωλούν την
επαναστατικότητα σήμερα απορρόφησαν μεγάλο αριθμό των πάλαι ποτέ ριζοσπαστών.
Στους εσωτερικούς αυτούς σεχταριστικούς μηχανισμούς μετατράπηκαν σε
επαγγελματίες, έμαθαν να διαχειρίζονται το πολιτικό βιογραφικό τους και ενίοτε
να το διαπραγματεύονται με άλλους όρους. Στα χρόνια της χούντας αντιστάθηκαν,
στα χρόνια της αστικής δημοκρατίας συμβιβάστηκαν. Οι μάσκες έπεσαν για τα καλά
στη συγκυβέρνηση του ’89 όπου οι θεσμικοί παράγοντες του τόπου, δεξιοί κι
αριστεροί, έγιναν μια ωραία παρέα. Σήμερα κάποιοι από αυτούς συγκυβερνούν με
αυτούς που ήταν έξω από τη Νομική, απέναντί τους.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες διαβάζουμε
(και γράφουμε οι ίδιοι) φράσεις κλισέ του τύπου «σήμερα το Πολυτεχνείο είναι
πιο επίκαιρο από ποτέ». Κάθε χρόνο φέτος ήταν πιο επίκαιρο... Πριν φτάσουμε όμως
εκεί, αυτό που έχει σημασία είναι να απορρίψουμε συνολικά τον ευτελή, ανούσιο
και ουσιαστικά ανάρμοστο τρόπο με τον οποίο τιμάται το Πολυτεχνείο. Ευθύνη για
αυτόν τον εκφυλισμό έχουν βεβαίως και οι εκ των έσω, εκείνοι που τα ίδια τα
κινήματα έχουν απορρίψει ή απλά τους ανέχονται. Δεν είναι άλλοι από εκείνους
που υπέγραψαν τελικά το κοινωνικό συμβόλαιο, που έχουν ως δόγμα την αστική
νομιμότητα, που υπερασπίζονται την κοινωνική ειρήνη, που βλέπουν όποιον δεν
ανήκει στην αίρεσή τους ως προβοκάτορα. Έπρεπε εξαρχής να αποκοπούν από κάθε
λογική μονοπωλιακής ταύτισής τους με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και να
αναδειχθεί κοινωνικά ο ρόλος τους. Αφήνοντας τόσα χρόνια τη διαχείριση αυτής
της μεγαλειώδους εξέγερσης εν πολλοίς στα χέρια θεσμικών ή wanna be θεσμικών πολιτικών παραγόντων
επιτρέψαμε την άνευ όρων υπαγωγή της σε ένα κατεστημένο πλαίσιο κριτικής και
αποτίμησης που την μετέτρεψε σε μια ανώδυνη, ακίνδυνη και άνευρη, σχεδόν
απολίτικη, αναπαράσταση ασαφών εικόνων και στόχων.
Αυτό που εν τέλει έχει σημασία είναι
να δούμε την πραγματική ιστορικότητα του Πολυτεχνείου. Να μην παραγνωρίζουμε τη
σπουδαιότητά του ως ιστορικό γεγονός, αλλά και τα κινηματικά χαρακτηριστικά που
κληροδότησε μετέπειτα. Με σεβασμό στην ιστορική μνήμη να δούμε το σήμερα και να
ψάξουμε μήπως υπάρχει κάποιο νήμα που συνδέει εκείνη τη πολιτική κληρονομιά με
τις προκλήσεις του σήμερα. Η παρωχημένη αντίληψη ότι το Πολυτεχνείο τέλειωσε
και τώρα ζούμε στιγμές αιώνιας δημοκρατίας, πέραν του ότι μας οδηγεί σε λάθος
πολιτικά συμπεράσματα, παρέχει όλα τα πολιτικά άλλοθι κατάπαυσης του πυρός,
άμβλυνσης του κοινωνικού ανταγωνισμού και περιορίζει τα όρια της πολιτικής
σύγκρουσης σε πλαίσια που υποτιμούν ακόμη και το ίδιο το νόημα του
Πολυτεχνείου. Αντίστοιχα, παραχωρεί κάθε δικαίωμα στους κάθε απόχρωσης
εξουσιαστές να μονοπωλούν τη πολιτική ζωή και να καταστέλλουν καθετί που τους
χαλάει τη μέρα. Αν αποδεχθούμε την αστική ψευδεπίγραφη δημοκρατία ως νίκη, τότε
δεν μας αξίζει να θυμόμαστε το Πολυτεχνείο. Τότε δόξα τω θεώ, εδώ έχουμε
ειρήνη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου